Εκλεκτός ο πρώτος καλεσμένος του Παύλου Μεθενίτη την Πέμπτη, και μάλιστα από τον χώρο του κινηματογράφου: ο σκηνοθέτης Δημήτρης Σοφιανόπουλος με αφορμή την κυκλοφορία της αυτοβιογραφίας; (το ερωτηματικό του ιδίου του συγγραφέα) “ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ” (εκδόσεις Ποταμός, 2019).

Ο Δημήτρης Σοφιανόπουλος, πέραν του αξιόλογου σκηνοθετικού του έργου, έχει διατελέσει Γενικός Διευθυντής Τηλεόρασης στην ΕΡΤ και αντιπρόεδρος στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, και στο βιβλίο του διηγείται με το λεπτό χιούμορ του περιστατικά από την ενδιαφέρουσα διαδρομή της ζωής του, αναφερόμενος σε πρόσωπα και πράγματα από τον χώρο της 7ης Τέχνης (και όχι μόνο).

 

Το δεύτερο μέρος των Αίθριων Λογοτεχνικών Απογευμάτων, ήταν αφιερωμένο στην Ανθολογία μικροδιηγήματος “ΜΕ ΜΙΑ ΣΧΕΔΙΑ- 100 λέξεις σε 100 ώρες για τη Σχεδία”,

με τη συμμετοχή της ποιήτριας και δικηγόρου, Πολύνας Γ. Μπανά.

Τα έσοδα από τις πωλήσεις της Ανθολογίας, η οποία μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Παρατηρητής της Θράκης” θα διατεθούν στο γνωστό περιοδικό δρόμου για τους αστέγους “ΣΧΕΔΙΑ”.

Για τον πολύ ενδιαφέροντα αυτόν τόμο, μίλησε ο συγγραφέας και μέλος ΕΔΙΠ του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δ.Π.Θ, Σπύρος Κιοσσές, ο ποιητής και Επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δ.Π.Θ., Χάρης Μιχαλόπουλος και η συγγραφέας και αρθρογράφος Φωτεινή Ναούμ. Χαιρετισμό, εκ μέρους των εκδόσεων “Παρατηρητής της Θράκης”, απηύθυνε η δημοσιογράφος Νατάσα Βαφειάδου.  .

 

Ακολουθεί αυτούσια η παρουσίαση του Παύλου Μεθενίτη:

 

*«Πολλά χρόνια αργότερα», αυτοβιογραφία του Δημήτρη Σοφιανόπουλου,  εκδόσεις Ποταμός, 2019

Φίλες και φίλοι, σήμερα τα Αίθρια Λογοτεχνικά Απογεύματα θα τιμήσουν την κομψότητα. Το Λεξικό τη ορίζει ως «χάρη, λεπτότητα, διακριτικότητα», αλλά και «γλαφυρότητα του ύφους», ενώ ετυμολογεί τη λέξη από το επίθετο «κομψός», που ίσως να προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «κομέω-κομώ», που σημαίνει «φροντίζω, περιποιούμαι».

Τόσο ο κύριος δίπλα μου, όσο και το πόνημά του που έχω μπροστά μου, έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό την κομψότητα.  «Πολλά χρόνια αργότερα», είναι ο τίτλος της αυτοβιογραφίας του Δημήτρη Σοφιανόπουλου, που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Ποταμός.  Τώρα, στην ερώτηση γιατί να συγγράψει μια «ιλαροτραγική», όπως την χαρακτηρίζει ο ίδιος, αυτοβιογραφία, ένας κύριος που μόνο απόμαχος πρεσβύτης δεν είναι, όπως όλοι βλέπουμε, αυτό είναι κάτι που πρέπει να ρωτήσετε τον ίδιο.  Ενδεχομένως το έκανε επί τούτου για να του λέει ο κόσμος το εξής: «αυτοβιογραφία γράφουν τα χούφταλα με τις εναπομείνασες ρανίδες του καταλογισμού τους, για να εξοφλήσουν τα βερεσέδια που χρωστούν στους φίλους τους, και για να τα χώσουν για ύστατη φορά στους εχθρούς τους, εξωραΐζοντας τη δημόσια εικόνα τους, πριν αποχωρήσουν από το μάταιο τούτο κόσμο καβάλα στο φτερωτό άλογο της ματαιοδοξίας τους – εσύ μόνο χούφταλο δεν είσαι, γιατί το έκανες λοιπόν;»

Λοιπόν, όποιος κι αν ήταν ο λόγος που ο απόφοιτος του Κολλεγίου Αθηνών – (παύλα)- χίπυ  – (παύλα)- οικονομολόγος – (παύλα)-  σκηνοθέτης – (παύλα)-  Αντιπρόεδρος του Κέντρου Κινηματογράφου  – (παύλα)- Γενικός Διευθυντής τηλεόρασης στην ΕΡΤ, όπως περιγράφει ο ίδιος τους σταθμούς της ακαδημαϊκής, επαγγελματικής και καλλιτεχνικής διαδρομής του, όποιος λοιπόν κι αν ήταν ο λόγος που ο Δημήτρης Σοφιανόπουλος μπήκε στον κόπο να γράψει το βιβλίο του, μεταξύ μας, μικρή σημασία έχει, για μένα τουλάχιτον. Το σημαντικό είναι το ίδιο το βιβλίο, που ξεχειλίζει κυριολεκτικά, κυρίες και κύριοι, από φίνο χιούμορ, γλωσσική καλλιέπεια, και σπαρταριστό αυτοσαρκασμό.

Ο Δημήτρης δεν είναι δανδής, δηλαδή κομψευόμενος – είναι αληθινά κομψός. Είναι ένας άνθρωπος που μπαίνει στον κόπο του άλλου, που περιποιείται και φροντίζει τους συγκαιρινούς του, λες κι έχει πάντα κατά νου αυτό το περίφημο «κομέω-κομώ», που δίνει τη λέξη «κομψός». Εάν υπάρχουν όντως οι λεγόμενες «αστικές αρετές», θα έλεγα πως ο συγγραφέας τις ενσωματώνει στο πρόσωπο και στο βιβλίο του: τακτ, χάρη, ευγένεια. Και βέβαια, προσθέστε σ’αυτές και τη φυσική δεξιότητα του αστεΐζεσθαι.  Άλλωστε, μια που μιλάμε για αστικές αρετές, να θυμίσω πως η λέξη «αστείος» προέρχεται από το άστυ, την πόλη. Ο κύριος Μπαμπινιώτης είναι σαφής: αστείος είναι ο κάτοικος του άστεως, και γενικότερα ο πολιτισμένος και καλλιεργημένος άνθρωπος, ο ευφυολόγος, αυτός που διανθίζει τη ομιλία του με ευτράπελα αστεία… Ο Δημήτρης Σοφιανόπουλος δεν καλαμπουρίζει απλώς, παρά προσλαμβάνει την πραγματικότητα αστειευόμενος.

Λέω και ξαναλέω εδώ και χρόνια πως μόνο με τα πολύ σοβαρά πράγματα αξίζει να αστειευτεί κανείς, και βλέπω εδώ, με μεγάλη μου χαρά, πως ο Δημήτρης μιλά για τη ζωή, τον θάνατο, την αγάπη, τον έρωτα, τη δημιουργία, τον χωρισμό, την πολιτική, την εξουσία, τη διαφθορά, την δημοσιοϋπαλληλική αρτηριοσκλήρωση, την καλλιτεχνική ελευθερία, τον κομματισμό, το εφήμερο της ανθρώπινης ζωής, την εκλεκτικότητα της μνήμης και την αξία της φιλίας με ένα τρόπο εύχαρι, σχεδόν τραγουδιστό, καθώς αφηγείται τη ζωή του με σκηνοθετική μαεστρία.

Το βιβλίο είναι ουσιαστικά μια γραπτή ταινία, με τον σκηνοθέτη να υποδύεται τον εαυτό του πηγαίνοντας, κατά το δοκούν, μπρος – πίσω στο χρόνο. Η ελεύθερη κίνηση του Δημήτρη στον χρονικό άξονα, έχει δώσει και τον τίτλο: πολλά χρόνια αργότερα ο Δημήτρης στήνει την κάμερα στο παρόν και κοιτά από το βιζέρ τον εαυτό του, τους πολλούς και διαφορετικούς εαυτούς του: το μωρό, τον οργισμένο έφηβο, τον αντισυμβατικό χίπυ, το σοβαρό οικονομολόγο, τον φιλότιμο μάνατζερ, τον πλήρους απασχόλησης σκηνοθέτη, τον ερωτευμένο σύζυγο και στοργικό πατέρα, τον παρορμητικό ταξιδευτή, τον άρρωστο μπαλαδόρο…  Όλες οι περσόνες του, κι η αλληλεπίδρασή τους με τους άλλους ανθρώπους, συνθέτουν εντέλει αυτό το μυθοποιημένο ντοκιμαντέρ, αυτή την ταινία τεκμηρίωσης, που ευτυχώς είναι καρυκευμένη, αρτυμένη με το μύθο και τη φαντασία. Ο τίτλος της είναι «ζωή», δική του και δική μας.

Αλήθεια, σπάνια έχω απολαύσει τόσο πολύ μία βιογραφία, γνωρίζοντας φυσικά πως ασφαλώς και δεν έχει και τόση σημασια η στεγνή πραγματικότητα, τα γεγονότα από λογιστική άποψη, όσο ο τρόπος που τα παρουσιάζεις. Se non e vero, e ben trovato,  πράγματι, έτσι είναι, και τα περιστατικά που αφηγείται ο Δημήτρης είναι εντελώς ben trovata – κι αν δεν είναι αληθινά, θα το άξιζαν να είναι. 

Οπότε, πάρτε το βιβλίο για να διαβάσετε για τους τόπους, τους ανθρώπους και τα αντικείμενα που σχετίστηκαν με τον κύριο Σοφιανόπουλο: για τα αναβράζοντα αμερικανικά Πανεπιστήμια, για τον ιερό ναό της Λεωφόρου, για τα αριστερά μούσια και τις μελιτζανοσαλάτες του σοσιαλισμού και της μπουρζουαζίας…Διαβάστε, φίλες και φίλοι των Αίθριων Λογοτεχνικών Απογευμάτων για τις παιδικές ασθένειες του Κινηματογράφου στην Ελάδα, για το μεγάλο δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό ασθενή, για τις γαστριμαργικές εκκεντρικότητες, τις οδηγικές δεξιότητες και την ασύγγνωστη αντιπάθεια που τρέφει ο συγγραφέας για τα μηχανάκια, και να με συμπαθάς Δημήτρη μου…

Διαβάστε για τους τους ανιψιούς του Θεού, τους πρωθυπουργεύσαντες, αλλά και τους αναξιοπαθήσαντες, που η παιδιόθεν φιλία τους με τον Δημήτρη έχει ακόμα κανονικές και όχι πλαστές πινακίδες κυκλοφορίας, διαβάστε για τους κουμπάρους και τις κόρες, για τους γάτους και τους μουσικούς, του συγγραφείς και τους ζωγράφους, διαβάστε για το καλειδοσκοπικό βιοτικό σύμπαν του Σοφιανόπουλου, και θα νιώσετε, φίλες και φίλοι, σαν να σας δεξιώνεται ο Δημήτρης στο ανάκτορο της μνήμης του. Είπα σκοπίμως «δεξίωση», και όχι «αριστέρωση», και θα λήξει εδώ το ζήτημα.

Λοιπόν, δεν έχω να πω πολλά ακόμα. Επιτρέψτε μου μόνο να κλείσω με δυο λόγια από τον ίδιο τον Δημήτρη Σοφιανόπουλο, που πραγματικά απηχούν το πνεύμα του βιβλίου.

«Στην Πρώτη Δημοτικού δεν έδινα δεκάρα αν ο Μιχάλης ήταν ανιψιός εθνάρχη, εμένα μ’ ένοιαζε αν θα μου πάσαρε σωστά τη μπάλα ενώ ήμουνα μόνος μου στη μικρή περιοχή. Ήταν κάτι σαν κι αυτό που μου ‘χε πει κάποιος που είχε συμμαθητή στα Ανάβρυτα τον Κωνσταντίνο, τότε διάδοχο του θρόνου και τώρα «τέως μονάρχη», δηλαδή διεθνή κοσμικό. Οι καθηγητές τον αποκαλούσαν «Υψηλότατο». Και οι μαθητές επίσης, όμως στο ποδόσφαιρο άκουγες κάτι  ξεγυρισμένα «δώσε πάσα, ρε μαλάκα Υψηλότατε», καθ’ ότι προφανώς δεν είχαν σε μεγάλη υπόληψη ούτε τους τίτλους ευγενείας, αλλά ούτε και τις ποδοσφαιρικές ικανότητες του εν λόγω συμμαθητού.»

Η άλλη παράγραφος που θα σας διαβάσω, η τελευταία, κοσμεί το οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Πολλά χρόνια αργότερα, και ενώ η μνήμη κι η νοσταλγία επιμένουν να παίζουν ένα εξανλτητικό και ανούσιο μπρα ντε φερ, ο συγγραφέας, ανίκανος να πατήσει delete και να τις αφήσει να πάνε από ‘κει που ήρθαν, γράφει μιαν ιλατροτραγική αυτοβιογραφία και μάλιστα αραδιάζει και μερικά ψέματα προσπαθώντας, λέει, όχι χωρίς κάποιαν έπαρση, να διορθώσει την πραγματικότητα και να τη φέρει πιο κοντά στην αλήθεια. Στήνει κι αυτός μια passerella de addio , όπως έκανε κάποτε ένας άλλος «καλός συνάδελφος», κι ενώ ο γερανός σηκώνεται ψηλά για το τελευταίο πλάνο, η μουσική δυναμώνει και το μελό κορυφώνεται, εκείνος συνεχίζει βλακωδώς και επίμονα να αναρωτιέται, άραγε τί ακριβώς ήρθε να κάνει σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, αφού ούτε το χρήμα, ούτε την εξουσία, ούτε καν την τέχνη και τη διημιουργία, ίσως ούτε τους έρωτες, πήρε ποτέ στα σοβαρά, αν και πέρασε ξυστά από όλα αυτά. Ύστερα τί μένει, THE END, έξοδος εμπρός και δεξιά της οθόνης»

Κυρίες και κύριοι, σας παραδίδω τον Δημήτρη Σοφιανόπουλο!

 

*«Με μια σχεδία»,  Ανθολογία μικροδιηγήματος

«100 λέξεις σε 100 ώρες για τη Σχεδία», Εκδόσεις «Παρατηρητής της Θράκης», 2020

 

Η λέξη «σχεδία», σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, δηλαδή το πρόχειρα κατασκευασμένο πλωτό μέσο από κορμούς δέντρων ή άλλο υλικό, είναι το ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του αρχαίου επιθέτου «σχέδιος», που σημαίνει «πλησίον, κοντινός –  προσωρινός, αυτοσχέδιος». Το «σχέδιο», που είναι το ουδέτερο του ίδιου επιθέτου, το αρχαίο «σχέδιον», πέρασε στα λατινικά ως «schedium», που σημαίνει «αυτοσχέδιο ποίημα», αλλά και «σχεδίασμα, γραμμικό σχέδιο». Ο λατινικός όρος έδωσε το ιταλικό «schizzo» , απ’ όπου και το γνωστό μας «σκίτσο».

Οι λέξεις αφηγούνται την ιστορία μας, την ιστορία της σκέψης, της δράσης και των συναισθημάτων μας. Την ιστορία της σκληρότητας και της αλληλεγγύης μας, της απανθρωπιάς και της ανθρωπιάς μας. Σε καιρούς ταραγμένους, μια σχεδία από λέξεις, σχεδιασμένη για να περισώσει ό,τι αξίζει να εκφραστεί, ό,τι αξίζει να διαφυλαχθεί από την ενσυναίσθησή μας, είναι ένα καλό, ένα κατάλληλο όχημα, για να μπαρκάρει η σκέψη μας, και να ταξιδέψει σε άλλους κόσμους.

Αυτή η σχεδία των λέξεων είναι μικρή. Ο ναυπηγός της, ο άνθρωπος της διπλανής μας πόρτας, του παραπάνω δρόμου, της κοντινής μας πόλης, την φτιάχνει όπως γουστάρει, με ό,τι υλικά του βρίσκονται πρόχειρα: φοβισμένα ψελλίσματα, διάτορες κραυγές, ιδιωτικούς μύθους, σπαράγματα ονείρων – είναι, όντως, ένα αυτοσχέδιο σκάφος. Κι ίσως αυτή είναι η αξία του, η αυθεντικότητά του, που περισώζεται από την μικρή του φόρμα: μέσα σε εκατό λέξεις, και να θέλεις, δεν μπορείς να πλατυάσεις, να φλυαρήσεις – υποχρεούσαι να είσαι ουσιώδης.

Πριν πώ πέντε κουβέντες για την Ανθολογία μικροδιηγήματος  «Με μια σχεδία», «100 λέξεις σε 100 ώρες για τη Σχεδία», από τις Εκδόσεις «Παρατηρητής της Θράκης», επιτρέψτε μου να σας θυμίσω, φίλες και φίλοι, το πιο σύντομο, κι ενδεχομένως το πιο σπαρακτικό σύντομο διήγημα, του είδους flash story ή sudden story, που αποδίδεται στον Έρνεστ Χέμινγουέι: “For sale. Baby shoes. Never worn”. Έξι λέξεις. Έξι λέξεις στα αγγλικά, πέντε στα ελληνικά! «Πωλούνται βρεφικά παπουτσάκια, αφόρετα».  Αυτό το συγκλονιστικό δείγμα λογοτεχνικού λακωνισμού έχει την μορφή της αγγελίας σε εφημερίδα. Τα εκατολεκτικά διηγήματα της ανθολογίας έχουν την μορφή μηνύματος σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Σύντομα, ευανάγνωστα, ίσως κωδικοποιημένα στο νέο φορμά, που όμως δεν αποστερεί από το περιεχόμενο τους χυμούς του.

Κάποιοι ίσως φρικιάσουν με αυτή, τη νέα μορφή short story, που το λέμε και μικροδιήγημα. Είναι μια ηλεκτρονική λογοτεχνία, μια ψηφιακή ποιητική, διακρίνεται από ένα ανεπίσημο ύφος και τον εξομολογητικό της τόνο, σαν να εκμυστηρεύεσαι κάτι στους followers σου, στους ακολούθους σου… Το μικροδιήγημα είναι οικείο, ατημέλητο, ίσως είναι φανατικό, είναι ένα κείμενο με πυτζάμες, ή με ρόμπα, αν μου επιτρέπετε, δηλαδή χωρίς να φορά το ταγιέρ ή το κοστούμι της «σοβαρής», εντός εισαγωγικών, λογοτεχνίας.

Δεν πειράζει όμως, δεν τρέχει τίποτα. Επιτρέψτε μου να πω, φίλες και φίλοι των Αίθριων Λογοτεχνικών Απογευμάτων του 43ου Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, πως τόσο στα διηγηματάκια αυτά, όσο και γενικότερα στην Τέχνη, αλλά και στη ζωή, είναι η ουσία που μετράει, είναι το νόημα, ο πυρήνας, το ζουμί. Κι από ζουμί, και τα 502 συνολικά  μικροδιηγήματα, δηλαδή τα 424 που επιλέχθηκαν μαζί με τα υπόλοιπα, των επαγγελματιών συγγραφέων, έχουν μπόλικο, πιστέψτε με. 

Πριν πω μερικά πράγματα για την ουσία που λέγαμε, για το ζουμί, οφείλω να σας θυμίσω το γενικό πλαίσιο της ανθολογίας: λοιπόν, μιλάμε για ένα Διαδικτυακό Διαγωνισμό μικροδιηγήματος με θέμα τη σχεδία, για να βοηθηθούν οι άστεγοι της Κομοτηνής, μέσω του περιοδικού Σχεδία. 23 Μαρτίου επιβλήθηκε η καραντίνα, και την ίδια ημερομηνία προκηρύχθηκε ο διαγωνισμός, που έληξε στις 27 Μαρτίου – δηλαδή τέσσερις μέρες, που μας κάνουν 96 ώρες, ας πούμε εκατό….

Από τις 1200 συμμετοχές, η επιτροπή, (που αποτελούνταν από τον Σπύρο Κιοσσέ, τον Χάρη Μιχαλόπουλο, τη Φωτεινή Ναούμ και την Ξανθή – Τζένη Κατσαρή), επέλεξε 424 μικροδιηγήματα. Όμως, είναι ενδιαφέρον να ακούσουμε τους ίδιους τους ανθρώπους που διάβασαν και τα χίλια διακόσια γραφτά, να μιλούν, από τον πρόλογο της έκδοσης, για τα μικροδιηγήμτα: « η συμμετοχή στον Διαγωνισμό υπήρξε εντυπωσιακή, όχι μόνο ως προς το πλήθος των συμμετοχών αλλά και ως προς τη «βιοποικιλότητά» της, δηλαδή ως προς τα θέματα, τις δι¬άφορες αφηγηματικές τεχνικές, τις γλωσσικές ιδιαιτερότητες, την ηλικία των συμμετεχόντων, το φύλο, τη γεωγραφική τους κατανομή, το κοινωνικό και μορφωτικό τους υπόβαθρο… Το ηλικιακό εύρος των συμμετεχόντων ήταν εξίσου ενδιαφέ¬ρον. Από 12 μέχρι 82 ετών, η συντριπτική πλειονότητα των συμμετεχόντων ανήκει ηλικιακά στην τρίτη και τέταρτη δε¬καετία». Όσο για το περιεχόμενο, στο προλογικό σημείωμα, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: “Οι σχεδίες των συμμετοχών που λάβαμε, πραγματικές ή φανταστικές, του νου και της καρδιάς, ξύλινες ή χάρτινες, έπλευσαν μέσα σε αστικά τοπία, ανταριασμένα πελάγη, κλει-στά δωμάτια και παραδεισένια νησιά. Ταξίδεψαν στο μέλλον, επέστρεψαν στο παρελθόν (εδώ αξιοσημείωτη είναι η πολύ συχνή παρουσία της φιγούρας τού παππού, ο οποίος δίνει οδηγίες για την κατασκευή της σχεδίας ή για πλεύση στο τα¬ξίδι της ζωής), υποσχέθηκαν φυγή, δημιούργησαν προσδο¬κίες διεξόδου, επιβεβαίωσαν την αποτυχία και τον εγκλεισμό. Συχνή ήταν, επίσης, η παρουσία του λογοπαιγνίου μεταξύ του «σχεδία» και «σχέδια» ή το παιχνίδι του τόνου στην κε¬φαλαιογράμματη εκδοχή «ΣΧΕΔΙΑ»”.

Αυτά από εμένα, φίλες και φίλοι. Δεν θέλω να σας διαβάσω κανένα από τα εκατοντάδες διηγήματα, γιατί έτσι θα αδικήσω τα υπόλοιπα. Όλα είναι ωραία, με τον τρόπο τους, με τη λάμψη και την τρέλα τους, με τον στρωτό ή τον κουτσό βηματισμό τους, με το ξεχωριστό τους άρωμα. Δεν μπορώ να επιλέξω κανένα, όπως δεν θα έλεγα ποτέ ποιο είναι το αγαπημένο μου γράμμα στο μικροδιήγημα του Χεμνινγουέι, από τα συνολικά 25 που απαρτίζουν τις πέντε του λέξεις, με το ένα και μοναδικό τους νόημα. Ο Έρνεστ έγραψε για την απώλεια και τον σπαραγμό, αλλά όλα τα κείμενα στη ανθολογία «με μια σχεδία», σχηματίζουν, σαν ψηφίδες, μία λέξη: «αλληλεγγύη». Ας πιαστούμε και εμείς από αυτή τη Σχεδία, που όπως είπαμε σημαίνει στα αρχαία «η πλησίον, η κοντινή». Ας πάρουμε την ανθολογία, όχι επειδή είναι για καλό σκοπό, αλλά γιατί είναι ένα καλό βιβλίο.

 

 

Περισσότερες πληροφορίες:

[email protected] (Γραμματεία Φεστιβάλ Δράμας)

Γραφεία Δράμας: τηλ. 25210 47575

Γραφεία Αθήνας: τηλ. 210 3300309

 




Leave a comment