Τα δύο αυτά αδέρφια, ήρθαν στον νου μου μαζί με ένα πολύ θεωρητικό ερώτημα: πότε τελειώνει το μίσος – αυτό το άλλο πρόσωπο της αγάπης; Πώς μπορεί να το κάνει κάποιος να εξατμιστεί; Η ταινία είχε έναν και μόνο στόχο: το τέλος του μίσους.
Έχω ένα μεγάλο ελάττωμα: μόλις αγγίζω την καθημερινότητα, δεν μπορώ παρά να τη μετατρέψω σε μύθο. Και ένα μικρό προτέρημα: μόλις αγγίξω τον μύθο, δεν μπορώ παρά να τον μετατρέψω σε καθημερινότητα! Η ανησυχία μου με αυτή την ιστορία, για μένα που γεννήθηκα Καθολικός, ήταν να βρω έναν τρόπο να γλιτώσει κάποιος από το μίσος, που να μην είναι χριστιανικός. Με κινηματογραφικούς όρους, να βρω κάτι που δεν θα ήταν άτονο και βαρετό. Το προσπάθησα μέσα από δύο σκηνές: αυτή στη συναγωγή, και τη συνάντηση στο σούπερ μάρκετ, όπου τα δυο αδέρφια συναντιούνται τυχαία. Η Αλίς είναι αιχμάλωτη του μίσους, όπως και ο Λούι είναι κρατούμενος του χώρου που καταλαμβάνει ως δέκτης αυτού του μίσους, και ξαφνικά ο ένας πέφτει πάνω στον άλλο όπως μπορεί να σκοντάψει κανείς σε ένα βότσαλο, και αυτό τους φέρνει πίσω στη ζωή. Αυτή η συνάντηση μου πρόσφερε, κινηματογραφικά μιλώντας, μια έξοδο από το μίσος. Το μίσος είναι πάντα χάσιμο χρόνου.
Όταν η σύντροφός του ρωτά τον Λουί γιατί τον μισεί η αδερφή του, εκείνος της λέει ότι θα ήταν ανήθικο να απαντήσει – είναι το αντικείμενο του μίσους της Αλίς και αυτό αρκεί. Η ταινία αφηγείται μια προσωπική ιστορία, αλλά προσπαθούσα να συντηρήσω το ερώτημα, αυτό το «γιατί», για να τη μεταφέρω σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Γιατί μισείς κάποιον; Γιατί; Εκεί δεν υπάρχουν ποτέ ικανοποιητικές απαντήσεις. Όπως ο Λουί, νομίζω ότι η ερώτηση είναι ανήθικη. Δεν υπάρχει αιτία πέρα από εσένα τον ίδιο, να μισείς κάποιον. Η Αλίς είναι αιχμάλωτη αυτού. Ο πατέρας της της λέει ότι είναι σε μια φυλακή και πρέπει να βγει. Και εκείνη έχει χάσει το νήμα αυτού του μίσους. Φυσικά, η ταινία δίνει ενδείξεις για την αιτία. Η Αλίς δεν σταματά ποτέ να αξιολογεί την προσωπική της ζωή. Τα δύο αδέρφια πρέπει να σταματήσουν να παίζουν το παιχνίδι του μίσους. Ακόμα καλύτερα: η Αλίς και ο Λουί πρέπει επιτέλους να αρχίσουν να παίζουν και πάλι σαν μικρά παιδιά.