Η συνέντευξη Τύπου του Ματ Ντίλον πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 4 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Σταύρος Τορνές, στο πλαίσιο του 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Τη συνέντευξη συντόνισε ο Γιώργος Κρασσακόπουλος, επικεφαλής προγράμματος του Φεστιβάλ.
Ο Γιώργος Κρασσακόπουλος καλωσόρισε αρχικά τον Ματ Ντίλον και τους παρευρισκόμενους: «Με τεράστια ευχαρίστηση υποδεχόμαστε τον Ματ Ντίλον, έναν ηθοποιό με αδιάκοπη παρουσία στις ταινίες που αγαπήσαμε εδώ και πολλά χρόνια. Το να τον περιγράψουμε όμως μονάχα ως ηθοποιό θα ήταν λάθος. Πρόκειται για έναν αληθινά αναγεννησιακό καλλιτέχνη, που καταπιάνεται με αμέτρητα πράγματα, και οι πολλοί λόγοι για τους οποίους είναι εδώ το αποδεικνύουν. Παρακολουθήσαμε την νέα του ταινία Την έλεγαν Μαρία, ενώ θα ακολουθήσει και η προβολή της ταινίας Πόλη φαντασμάτων, της πρώτης του σκηνοθετικής απόπειρας, το 2002, στην προβολή της οποίας θα λάβει και τον τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο για τη συνολική του προσφορά στον κινηματογράφο. Είναι εδώ και για έναν ακόμη λόγο, τη συνεργασία του με τον δανό εικαστικό καλλιτέχνη Γέσπερ Γιουστ και την οπτική του εγκατάσταση με τίτλο Interfears. Είναι όμως και ένας παθιασμένος συλλέκτης, λάτρης και ειδήμων της κουβανικής και λάτιν μουσικής, αλλά και ένας ζωγράφος με μακρά καριέρα».
Σε ερώτηση του Γιώργου Κρασσακόπουλου σχετικά με την τελευταία του ταινία, όπου ενσαρκώνει τον Μάρλον Μπράντο την εποχή που εκείνος πρωταγωνίστησε στο Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ο Ματ Ντίλον δήλωσε: «Δεν μπόρεσα να αντισταθώ και να αρνηθώ να συμμετάσχω σε αυτή την ταινία. Ο Μάρλον Μπράντο είναι φοβερά επιδραστικός και άλλαξε τον ρου του σινεμά πολλές φορές στην καριέρα του. Αγάπησα το σενάριο: η απεικόνιση ήταν δίκαιη και ειλικρινής. Αργότερα κάπως το μετάνιωσα γιατί ήταν πραγματικά μια πολύ δύσκολη αποστολή, δεδομένου ότι ο Μάρλον Μπράντο υπήρξε ένας από τους πιο ενδιαφέροντες ανθρώπους του 20ού αιώνα. Ταυτόχρονα, όμως, μου άρεσε αυτή η πρόκληση. Μου αρέσει να παίρνω ρίσκα στην καριέρα μου, κι αυτό ήταν ένα από τα μεγαλύτερα που έχω πάρει. Θα κοιτώ τον Μπράντο πάντα με ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης, διότι μου άσκησε πραγματικά τεράστια επιρροή. Οι ηθοποιοί δεν θέλουν ποτέ να συγκρίνονται μαζί του. Κατάφερνε να παρουσιάζεται πάντα ευάλωτος και αυθόρμητος, στοιχεία που ο ίδιος και ηθοποιοί του δικού του διαμετρήματος έφεραν στο σινεμά. Η ευαισθησία αυτή είναι εγγενής στην ανθρώπινη εμπειρία και είναι φοβερά σημαντική για μένα. Ο Μάρλον Μπράντο άλλαξε την εικόνα του αμερικανού άντρα – δεν υπήρχε πια Τζον Γουέιν», δήλωσε αρχικά.
«Στον συγκεκριμένο ρόλο υπήρχε ένα έντονο προσωπικό στοιχείο. Πρόκειται για ένα αριστούργημα του κινηματογράφου. Αφού ολοκλήρωσα τη δεύτερη ταινία μου, γράφτηκα στο ινστιτούτο του Λι Στράσμπεργκ για μαθήματα υποκριτικής και εκεί μιλούσαμε συνεχώς για φιγούρες όπως ο Μάρλον Μπράντο, ο Τζέιμς Ντιν και ο Μοντγκόμερι Κλιφτ. Η ιερή αυτή τριάδα ηθοποιών άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουν τα πράγματα στον κινηματογράφο. Υπήρχε και κάτι ακόμη που με κέρδισε σε αυτόν τον ρόλο: η Μαρία Σνάιντερ, η οποία ξεκίνησε να δουλεύει στον κινηματογράφο πάρα πολύ νέα, κάτι με το οποίο μπορώ να ταυτιστώ γιατί έκανα τα πρώτα μου βήματα στην υποκριτική σε πολύ μικρή ηλικία. Είχα πάντα πολλή κατανόηση για τη θέση στην οποία βρέθηκε. Φυσικά, η κατάστασή της ήταν πολύ διαφορετική από τη δική μου, αλλά με έναν τρόπο μπορώ να ταυτιστώ. Ξέρω πώς είναι να είσαι ένα νέο άτομο στο σετ, που δεν έχει εμπειρία, δεν μπορεί να θέσει αυστηρά όρια και να έχει το προνόμιο της αυτενέργειας. Για τον λόγο αυτό, με συγκίνησε η ερμηνεία της Αναμαρία Βαρτολομέι. Στο τέλος, ένιωσα πραγματικά περήφανος που πήρα μέρος σε μια δημιουργία που έδωσε φωνή στη Μαρία Σνάιντερ. Η Ζεσικά Παλούντ είχε την ευαισθησία να μην κάνει μια πολιτική ταινία, ούτε μια ταινία εκδίκησης. Έφτιαξε μια ειλικρινή προσωπική ιστορία, η οποία φωτίζει κρυμμένες πτυχές ενός γεγονότος», συμπλήρωσε σχετικά.
Όσον αφορά τη διαβόητη σκηνή από το Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι, ο Ματ Ντίλον δήλωσε: «Χωρίς να θέλω να κακολογήσω τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, αυτόν τον πραγματικά σπουδαίο κινηματογραφιστή, θεωρώ πως έκανε λάθος στην συγκεκριμένη επίμαχη σκηνή με τη Μαρία Σνάιντερ. Δεν πιστεύω σε καμία περίπτωση πως η πρόθεσή του ήταν να δημιουργήσει κάτι σαδιστικό. Θα ήταν όμως λάθος να απλοποιήσουμε τα δεδομένα. Έχουμε πολλά στοιχεία που περιπλέκουν την υπόθεση. Η ζωή της Μαρία Σνάιντερ ήταν ήδη φοβερά ασταθής λόγω του οικογενειακού της περιβάλλοντος. Η εμπειρία της στο πλατό εκείνη την ημέρα ήταν το χειρότερο δυνατό σενάριο για την ίδια, να βρεθεί δηλαδή σε μια τέτοια κατάσταση. Συνεχίζω να πιστεύω όμως πως το Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι είναι ένα αριστούργημα. Η σκηνή αυτή είναι το μόνο στοιχείο στην ταινία που δεν μου αρέσει καθόλου. Ήταν ένα λάθος που δημιούργησε ένα τεράστιο τραύμα. Το τραύμα αυτό ήταν ίσως ήδη σε εξέλιξη, αλλά σίγουρα επιδεινώθηκε από αυτή την κατάσταση. Το σημείο αυτό είναι κομβικό στην ιστορία της, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι ολόκληρη η ιστορία της».
Στη συνέχεια, αναφορικά με τις ερωτικές σκηνές στο σινεμά γενικότερα, σχολίασε χαρακτηριστικά: «Έχω γυρίσει πολλές ερωτικές σκηνές και δεν είναι ποτέ εύκολες. Πλέον, στα πλατό υπάρχει μια νέα επαγγελματική κατηγορία, ο intimacy coordinator, που αναλαμβάνει την ευθύνη για τη σωστή ψυχολογική προετοιμασία των ηθοποιών στις ερωτικές σκηνές. Ήταν η πρώτη φορά που συνεργάστηκα με έναν τέτοιο επαγγελματία στο Την έλεγαν Μαρία. Σε κάποιους ανθρώπους ίσως να μην αρέσει η ιδέα κάποιου είδους “αστυνόμευσης” σχετικά με το πώς να συμπεριφερθούν. Ωστόσο, ο intimacy coordinator παρέχει σε όλους ένα ασφαλές πλαίσιο, το οποίο επιτρέπει περισσότερες δυνατότητες».
Ως προς τη σκηνοθεσία και τα πρώτα του βήματα, δήλωσε σχετικά: «Πάντα ήθελα να σκηνοθετήσω! Είχα κάνει ορισμένα μικρά πράγματα, βίντεο κλιπ και τηλεοπτικές δουλειές. Υπάρχει όμως μια διαφορετική ικανοποίηση στις ταινίες μεγάλου μήκους: το σινεμά είναι το καλλιτεχνικό μέσο του σκηνοθέτη. Οι ερμηνείες και το σενάριο είναι επίσης φοβερά σημαντικά, αλλά η σκηνοθεσία είναι το μέσο σε μια σχετικά νέα τέχνη όπως είναι ο κινηματογράφος. Ήθελα πάντα να σκηνοθετήσω και η συγκεκριμένη ταινία ήταν μια ιδέα που φίλτραρα εδώ και αρκετό καιρό, βασισμένη σε πραγματικές ιστορίες από ορισμένες σκιώδεις προσωπικότητες που είχα γνωρίσει στη Νέα Υόρκη. Τη γύρισα στην Καμπότζη, μια χώρα με μηδενικές κινηματογραφικές υποδομές εκείνη την εποχή, τα πράγματα όμως έχουν ευτυχώς αλλάξει από τότε. Γράψαμε το σενάριο με έναν καταπληκτικό συγγραφέα, τον Μπάρι Γκίφορντ. Έμαθα πολλά από αυτή την ταινία. Μου έδωσε την ευκαιρία να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό και να εξελιχθώ με έναν άλλο τρόπο».
Ακολούθως, σχετικά με την πρόσφατη επιστροφή του στη σκηνοθεσία με την ταινία The Great Fellove, αλλά και τη σχέση του με το είδος του ντοκιμαντέρ, ανέφερε: «Πριν ακόμη κάνω την Πόλη φαντασμάτων, είχα τραβήξει πλάνα του κουβανού μουσικού Φρανσίσκο Φελόβε. Ήταν ένας φανταστικός καλλιτέχνης και τραγουδοποιός, αρκετά γνωστός τη δεκαετία του ’50. Μοιραζόμασταν μια κοινή αγάπη για την αφρικανική και την κουβανική μουσική, και η τζαζ που έπαιζε περιείχε τέτοια στοιχεία – ήταν ένας αληθινός νεωτεριστής. Τράβηξα πολλά πλάνα που δεν ήξερα πώς να χρησιμοποιήσω και κατέληξα να τα βάλω στην άκρη. Ανέκαθεν πίστευα πως είχαν κάτι αξιόλογο, και τα επισκέφθηκα ξανά έπειτα από χρόνια. Ήταν μια μακρά αλλά ευχάριστη διαδικασία, κυρίως λόγω του πάθους μου για τη μουσική».
Στο σημείο αυτό, και μιλώντας για τη γνωριμία και την επαφή του με τον δανό εικαστικό καλλιτέχνη Γέσπερ Γιουστ, σχολίασε: «Με το που γνωριστήκαμε στο Βερολίνο, ταιριάξαμε αμέσως. Μείναμε σε επαφή και μοιράστηκε μαζί μου την ιδέα του: να κινηματογραφήσει τον εγκέφαλό μου μέσα σε έναν μαγνητικό τομογράφο, την ώρα που εγώ θα υποδυόμουν έναν ρόλο. Δεν ήμουν σίγουρος για την απάντηση. Είναι ενδιαφέρον να εξετάζεις τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Ο Γέσπερ μού ξεκαθάρισε ότι δεν κάνουμε τίποτα επιστημονικό, γιατί δεν σκόπευε να εξετάσει πολλά άτομα αλλά μονάχα εμένα. Ήταν μια αμιγώς καλλιτεχνική απόπειρα. Όταν γύριζα μια ταινία με τον Φερνάντο Τρουέμπα στο Πήλιο, επικοινώνησε ξανά μαζί μου και μου πρότεινε να κάνουμε το γύρισμα στο Παρίσι, σε ένα ιατρικό ινστιτούτο. Εγώ είμαι φοβερά κλειστοφοβικός και προσπαθούσα να τον πείσω να συνεργαστεί με κάποιον άλλον – για παράδειγμα, με τη φίλη μου Σαρλότ Γκενσμπούρ. Αυτός ήταν όμως ανένδοτος: έπρεπε να είμαι εγώ. Τελικά, ήταν συγχρόνως ένα πείραμα και ένα πραγματικό έργο τέχνης. Ο επιβλέπων γιατρός, μάλιστα, κατάφερε να ελέγξει τον εγκέφαλό μου, λέγοντάς μου πως έχω έναν φανταστικά υγιή εγκέφαλο. Τον ρώτησα αν έχω έναν έξυπνο εγκέφαλο και εκείνος μου επανέλαβε πως είναι ένας φοβερά υγιής εγκέφαλος», αστειεύτηκε σχετικά. Επιπλέον, συμπλήρωσε πως παραβρέθηκε στην πρεμιέρα του Interfears στη Δανία, στην οποία προσκάλεσε και τον Λαρς φον Τρίερ, με τον οποίο είχε συνεργαστεί στην ταινία Το σπίτι που έχτισε ο Τζακ.
Στη συνέχεια, και σχετικά με την ενασχόλησή του με τη ζωγραφική, δήλωσε: «Προέρχομαι από μια οικογένεια με πλούσια οπτικά ερεθίσματα. Όλη μου η παιδική ηλικία περιστρεφόταν γύρω από το σχέδιο και τη ζωγραφική. Είναι κάτι το οποίο το εξασκούσα περιοδικά, ενώ οκτώ χρόνια πριν άρχισα να το κάνω πιο συστηματικά. Μου αρέσει να σχεδιάζω, να κάνω κολάζ, να γράφω ποίηση. Κάποιες φορές χρειάζομαι ένα διάλειμμα και σταματώ. Όλες αυτές είναι δημιουργικές διεργασίες, οι οποίες μοιράζονται και πολλά κοινά στοιχεία. Κάποιοι άνθρωποι είναι καλοί σε ένα μόνο πράγμα. Άλλοι πάλι κάνουν πολλά διαφορετικά πράγματα. Εγώ ανήκω στους δεύτερους, και έτσι νιώθω πολύ ελεύθερος να ανακαλύψω νέες εμπειρίες. Το να ασχολείσαι με πολλά διαφορετικά πεδία σε διατηρεί νέο».
Σχετικά με την πολιτική επικαιρότητα και τις αμερικανικές εκλογές, δήλωσε: «Φυσικά και ψήφισα! Χωρίς να μπούμε σε μια μακρά συζήτηση για την πολιτική και τις απόψεις μου, θα σας πω απλώς πως ψήφισα την Κάμαλα Χάρις. Αυτή είναι η επιλογή μου και νιώθω άνετα με αυτό, τη θεωρώ την καλύτερη υποψήφια». Αναφερόμενος στα κινηματογραφικά φεστιβάλ και στα θετικά τού να συμμετάσχει κανείς σε αυτά, ανέφερε: «Είναι η τέλεια ευκαιρία να κάνεις νέες γνωριμίες, όπως η Ζιλιέτ Μπινός στην περίπτωσή μου, αλλά και να συναντήσεις παλιούς γνωστούς, όπως ο Ρέιφ Φάινς και ο Ουμπέρτο Παζολίνι. Είναι επίσης μια πολύ καλή ευκαιρία να δεις πολλές διαφορετικές ταινίες και να συνειδητοποιήσεις μέσα από αυτή τη διαδικασία τι είναι πραγματικά σημαντικό για σένα. Το πιο σημαντικό για μένα είναι το συναίσθημα, και δεν το λέω με δραματικό τρόπο. Εννοώ πως οι ημερομηνίες και τα γεγονότα είναι δευτερεύοντα στην ανθρώπινη εμπειρία. Τα κινηματογραφικά φεστιβάλ είναι μια μαγική εμπειρία που σου επιτρέπει να συνδεθείς με τα συναισθήματά σου».
Σε ερώτηση για τη συνεργασία του με τον Τζιν Χάκμαν στην ταινία Target (1985), σχολίασε: «Πάντα ήθελα να δουλέψω μαζί του. Έμαθα πάρα πολλά. Παρακολουθούσα με αμείωτο ενδιαφέρον τη συγκέντρωση και τη συνέπειά του. Μπορούσε να πάρει ένα κακό σενάριο και να του δώσει αληθοφάνεια. Μου δίδαξε την ευθύνη που κουβαλά ένας ηθοποιός και πάντα έλεγε: «fill up before the scene», να γεμίζεις πριν το γύρισμα, να είσαι έτοιμος, σαν να οπλίζεις ένα πιστόλι». Τέλος, σχετικά με τη συνεργασία του με τον Γιώργο Λάνθιμο στο Nimic, ανέφερε: «Ήμουν στα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ μου στην Κούβα, όταν με ειδοποίησαν πως ο Λάνθιμος ενδιαφέρεται να συνεργαστεί μαζί μου για μια ταινία μικρού μήκους. Μου αρέσει η δουλειά του, είναι ένας καταπληκτικός κινηματογραφιστής, μία από τις ελάχιστες πραγματικά ιδιαίτερες κινηματογραφικές φωνές παγκοσμίως. Είναι φοβερή ευκαιρία για έναν ηθοποιό να συνεργαστεί μαζί του. Κάναμε τα γυρίσματα στο Μεξικό. Θυμάμαι ακόμη εκείνη τη σκηνή που έπρεπε να φάω ένα βραστό αυγό. Κατέληξα να τρώω δυο ντουζίνες, σαν τον Πολ Νιούμαν στο Cool Hand Luke. Ο Γιώργος είναι φανταστικός και ξέρει ακριβώς τι ψάχνει. Εγώ κάποιες φορές δυσκολευόμουν να καταλάβω. Νιώθω ότι ακόμη δεν είμαι σίγουρος για τι πράγμα μιλάει η ταινία. Θέλω όμως να ξαναδουλέψω μαζί του, είναι φανταστικός, και είστε τυχεροί ως Έλληνες να έχετε έναν τόσο μεγάλο δημιουργό. Για την ακρίβεια, ο Γιώργος Λάνθιμος μπορεί να είναι Έλληνας, αλλά ανήκει σε όλους μας», ολοκλήρωσε.