Το μοντάζ, με πολλούς τρόπους, είναι σαν ένα μαγικό τρικ. Χρησιμοποιείς θεάματα και σύγχυση για να πετύχεις τον πραγματικό σου σκοπό – να νιώσει κάτι το κοινό. Ή αλλιώς, όπως το έθεσε ο co-editor του Ford v Ferrari Michael McCusker, κάνεις το κοινό σου «συναισθηματικά έξυπνο».
«Πολλές φορές αναφερόμαστε σε έξυπνο κοινό. Και είναι έξυπνο, αλλά όταν μια ταινία είναι πετυχημένη γίνεται συναισθηματικά έξυπνο», μας λέει. « Που σημαίνει πως γεμίζουν με τις ιδέες της ταινίας απλά επειδή τις νιώθουν και οι ίδιοι».
Και αυτό είναι το μαγικό κόλπο του Ford v Ferrari, μια ταινία που έδωσε στους Michael McCusker και Andrew Bucland το Όσκαρ στη φετινή απονομή. Είναι μία ταινία που παριστάνει την ταινία αγώνων ταχύτητας, όμως πετυχαίνει να φτάσει σε μεγάλα βάθη και να μιλήσει για τα κίνητρα, το πάθος και την εμμονή. Και όλο αυτό χάρη στο δεξιοτεχνικό μοντάζ των Andrew Bucland και Michael μαζί με τον σκηνοθέτη James Mangold.
Στη συνέντευξη που έδωσαν στο FilmSupply, μοιράστηκαν τις σκέψεις τους για το πώς χτίζεται η ένταση στις σκηνές δράσης, γιατί οι ταινίες με αυτοκίνητα «μιλάνε» στο κοινό και το πώς χρησιμοποίησαν pre-vis (προαπεικόνιση) για να δημιουργήσουν την γοητευτική κλιμάκωση του Le Mans στο τέλος της ταινίας.
Δείτε την συνέντευξη:
Πώς συνεργαστήκατε οι δυο σας σε αυτή την ταινία;
Michael: Δεν υπήρχαν αυστηροί κανόνες όπως «Αυτή είναι η μονταζιέρα σου και αυτή η δική μου» Δεν εναλλάσσουμε τις σκηνές και ο Jim (ο σκηνοθέτης James Mangold) δε δουλεύει με αυτό τον τρόπο. Υπάρχουν μικρές σκηνές που είναι στην πραγματικότητα μεγάλες σκηνές. Μερικές φορές σε απορροφάει μια σκηνή και βοηθάει να έχεις έναν συνεργάτη στο δωμάτιο. Μέχρι και σήμερα, τα δωμάτια μοντάζ γίνονται όλο και πιο δημοφιλή. Οι ρυθμοί είναι έντονοι και οι ταινίες γίνονται όλο και πιο πολύπλοκες.
Andrew: Το περιβάλλον συνεργασίας με τον Jim είναι υπέροχο. Είναι ένας από τους ελάχιστους σκηνοθέτες που έχει ξεκάθαρη προοπτική – ξέρει πώς θα πρέπει να είναι, τι ακριβώς θέλει, αν και μερικές φορές μπορείς να τον εκπλήξεις. Από την πλευρά του μοντέρ, κάτι τέτοιο είναι πολύ ικανοποιητικό.
Πώς τον εκπλήξατε;
Andrew: Στη σκηνή του Willow Springs θέλαμε να ακολουθήσουμε μια διαφορετική κατεύθυνση.
Michael: Αυτός ήταν ο πρώτος αγώνας. Ξέραμε πως χρειαζόμασταν έναν τρόπο να την κάνουμε πιο εξωστρεφή από την πρώτη μας προσέγγιση. Ενώ ο Jim ήταν στα γυρίσματα, ήταν ευχαριστημένος με αυτό που είδε, αλλά όταν όλα ενώθηκαν δεν έβγαινε προς τα έξω το πέρασμα του χρόνου. Είναι ένας αγώνας που διαρκεί μια ολόκληρη μέρα και δεν το αισθανόμασταν.
Σκεφτήκαμε, Γιατί να μην πάρουμε την καλύτερη λήψη μας και να την μεγαλώσουμε, να την κάνουμε να έχει την αίσθηση μιας μεγαλύτερης σκηνής. Και αυτό κάναμε. Ο Jim ενθουσιάστηκε. Αυτό πηγάζει από τα χρόνια συνεργασίας μαζί του. Θέλει από εμάς να έχουμε οπτική. Το χειρότερο πράγμα που μπορείς να κάνεις σε κάποιο σκηνοθέτη είναι να μην έχεις άποψη για αυτό που μοντάρεις. Είναι καλύτερα να αποτύχεις μετά από μια επίμονη άποψη παρά να μην έχεις καθόλου.
Πώς αναπτύχθηκε αυτή η άποψη;
Andrew: Ήμασταν σύμφωνοι σχετικά με την ανάπτυξη των σχέσεων των χαρακτήρων από την αρχή της ταινίας, το ξεδίπλωμα της ιστορίας και την δυναμική της αφήγησης. Περάσαμε πολύ χρόνο με τους χαρακτήρες. Και αυτό αποδίδει στην σκηνή του Le Mans. Κατανοήσαμε τις ελπίδες τους στόχους και το μόχθο των χαρακτήρων – κάτι που ανεβάζει την τελευταία σκηνή.
Mike: Ένα από τα πράγματα που ήταν δύσκολο σε αυτή την ταινία είναι πως υπάρχει η ιδέα μιας ομάδας επαναστατών που διασχίζουν την Αμερική για να νικήσουν το Le Mans. Αυτό είναι το ένα πράγμα. Όμως υπάρχει και η ιδέα πως όλο αυτό αφορά τον Ford. ΄Επρεπε να τραβήξουμε τον Ford από το γραφειοκρατικό σύστημα και να δημιουργήσουμε μια ένταση γιατί η ίδια εταιρεία που καθιστά δυνατή αυτή την προσπάθεια και για τους δύο ήρωες δρα ανταγωνιστικά την ίδια στιγμή.
Θέλαμε να δείξουμε τον Ford και τα στελέχη της Ford ως πολυσήμαντους χαρακτήρες με τα δικά τους όνειρα, επιθυμίες και λόγους για αυτή την τακτική. Όπως είπε και ο Drew, όταν φτάνεις στον αγώνα καταλαβαίνεις τι διακυβεύεται τόσο για αυτούς όσο και για τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες. Για να το πετύχουμε έπρεπε να τους δώσουμε ανθρωπιά. Και η σκηνή που ο Ford οδηγεί σα μανιακός και ξεσπάει σε κλάματα το πετυχαίνει.
Όταν επομένως φτάνετε στο Le Mans υπάρχει τόση ένταση επειδή γνωρίζετε τους χαρακτήρες τόσο καλά.
Mike: Ακριβώς. Έχεις ένα υπερθέαμα να φέρεις εις πέρας. Πολλές φορές μιλάμε για ένα κοινό το οποίο είναι έξυπνο. Και είναι έξυπνοι, αλλά όταν μία ταινία τα καταφέρνει γίνονται συναισθηματικά έξυπνοι. Βιώνουν οι ίδιοι αυτό που η ταινία θέλει να επικοινωνήσει και αν νιώσουν σαν τους χαρακτήρες και αυτοί εκεί οδηγούμαστε σε αυτόν τον εντυπωσιακό αγώνα.
Μου έχουν πει, «ένιωσα σα να ήμουν μέσα στο αμάξι. Ήμουν με κομμένη την ανάσα για 30 λεπτά.» Είναι υπέροχο και επιτυγχάνεται μόνο αν έχεις επενδύσει στους χαρακτήρες. Κάποιος μας ρώτησε μεταξύ σοβαρού και αστείου, «Πώς είναι να γυρίζεις μια ταινία για αγώνες ταχύτητας με πραγματικούς χαρακτήρες;» Και πραγματικά πιστεύω πως είναι μια τέτοια ταινία.
Όταν όμως φτάνετε στον αγώνα, πώς τον φέρνετε εις πέρας;
Mike: Οι τρεις αγώνες Ford v Ferrari γυρίστηκαν με τρία είδη στρατηγικών. O Willow Springs γυρίστηκε πιο παραδοσιακά. Φτιάξαμε το πλαίσιο, έγιναν οι λήψεις και στη συνέχεια τα ενώσαμε. Ο Daytona ήταν μερικώς previs-ed, όμως έγιναν και προσαρμογές επιτόπου, την ώρα των γυρισμάτων.
Ο Le Mans ήταν διαφορετικός. Ο Le Mans ήταν τόσο πολύπλοκος που κάναμε previs-ed σαν τρελοί. Δούλευα πάνω στην ταινία δύο μήνες πριν την έναρξη των γυρισμάτων, μοντάροντας και ψάχνοντας την συνοχή. Διακυβεύονταν τόσα πολλά και η αφήγηση έχει τόσα πολλά που χρειαζόμασταν κανονικό σχέδιο μάχης.
Δε θα έλεγα πως το ακολουθήσαμε κατά γράμμα, αλλά έγινε εργαλείο για το γύρισμα των διαδοχικών πλάνων, γνωρίζοντας πως η παραγωγή έπρεπε να φέρει αποτέλεσμα μετά από κάθε γύρισμα. Ως μοντέρ σχεδιάζεις τα πλάνα και πρέπει να γνωρίζεις αν ένα πλάνο θα δουλέψει ή όχι.
Ο Jim έχει αλλεργία στις επικίνδυνες σκηνές που γυρίζονται απλά για να γυριστεί μια επικίνδυνη σκηνή. Σε αυτή τη φάση σκηνοθέτησε το previs και εμείς παραμείναμε συγκεντρωμένοι. Του έκανα έκκληση να γυριστεί μία τέτοια σκηνή με drone ώστε να έχουμε μία διαφορετική άποψη. Το αρνήθηκε επειδή ήξερε πως δε θα χρησιμοποιούσε το πλάνο. Τελικά δεν το χρειαστήκαμε.
Γιατί όχι;
Mike: Θέλαμε να ήμαστε δίπλα στον χαρακτήρα, δίπλα στο πρόσωπο του και να βιώνουμε τα πράγματα που βλέπει. Ακόμα και οι σκηνές δράσεις συμβαίνουν ακριβώς δίπλα στον χαρακτήρα. Μέσα από τη ματιά του χαρακτήρα επομένως περνάει η αφήγηση. Χρειάζεται πολλή δουλειά και σχεδιασμό και είχαμε καταπληκτικό υλικό.
Πόσο δύσκολο είναι να δουλεύεις με pre-vis; Μοιάζει σχεδόν με το να κάνεις μοντάζ σε reverse.
Mike: Συχνά αστειεύομαι λέγοντας πως αν το Ford v Ferrari γυριζόταν 30 χρόνια πριν, ακόμα θα το μοντάραμε. Χωρίς το previs, θα είχαν την ιστορία, αλλά η επίτευξη των στιγμών κορύφωσης θα γινόταν στο τελικό μοντάζ.
Ως μοντέρ δεν υπάρχει ποσοστό που πρέπει ή δεν πρέπει να εμπλακείς σε μια ταινία. Ο κίνδυνος με το previs είναι πως δεν μπορείς να εμπλακείς λιγότερο. Δούλεψα πολύ σκληρά τα τελευταία χρόνια για να μπορέσω να είμαι μέρος της δημιουργίας του previs και προς τιμή του ο Jim μου το επέτρεψε.
Κοιτάζω τα πλάνα, κάνω σχόλια, βοηθάω στις λήψεις και στη συνέχεια τις μοντάρω. Το ένστικτο σχεδιασμού δε γεννιέται την στιγμή του γυρίσματος. Δημιουργείται στο preproduction. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει το γεγονός πως πολλές φορές έχεις ένα σχέδιο, δεν το αντιλαμβάνονται και έπρεπε να βρούμε λύσεις στη στιγμή. Όμως θεωρώ πως είναι πολύ σημαντικό ο μοντέρ να συμπεριλαμβάνεται στο σχεδιασμό από πολύ νωρίς.
Πως καταφέρατε να κάνετε τις σκηνές του αγώνα τόσο σπλαχνικές;
Mike: Νομίζω έχει να κάνει με το τι κάναμε με τον χαρακτήρα, το ότι δεν ξεφύγαμε από αυτόν. Στις σκηνές του αγώνα δε κυνηγήσαμε τα παλαβά πλάνα. Το κοινό μας ξέρει την αίσθηση του να είσαι μέσα σε ένα αμάξι και ο λόγος που πέτυχε είναι πως μοιάζει αληθινό.
Μέρος της απάντησης είναι φιλοσοφικό. Οι περισσότεροι άνθρωποι οδηγούν. Δε φοράνε στολή υπερήρωα και δεν ταξιδεύουν στο διάστημα για να σώσουν τον κόσμο, αλλά οδηγούν. Η ταινία έγινε με κάποιο τρόπο απτή καθώς οι άνθρωποι μου έλεγαν, «Την είδα, μπήκα στο αμάξι μου και οδήγησα για το σπίτι πολύ γρήγορα.» Είναι μια απτή εμπειρία.