Την Τρίτη, 10 Νοεμβρίου, στο κανάλι του Φεστιβάλ στο YouTube, πραγματοποιήθηκε η δεύτερη από μια σειρά διαδικτυακών συζητήσεων, ανοιχτών σε όλους, με τους σκηνοθέτες των ταινιών που συμμετέχουν στα δύο διαγωνιστικά τμήματα, Διεθνές Διαγωνιστικό και Meet the Neighbors, καθώς και των ελληνικών ταινιών του φετινού προγράμματος.

Το κοινό είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τους Δημήτρη Κουτσιαμπασάκο (Daniel ’16), Ντανίλο Καπούτο (Σπέρνε τον Άνεμο) και Λίλι Χόρβατ (Προετοιμασίες να είμαστε μαζί, άγνωστο για πόσο). Τη συζήτηση, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των δράσεων της Αγοράς, συντόνισε η Έλενα Χρηστοπούλου.

Τον λόγο πήρε αρχικά ο Ντανίλο Καπούτο, ο οποίος μίλησε για την ταινία του, Σπέρνε τον Άνεμο. «Χαίρομαι που παρουσιάζω την ταινία μου στη Θεσσαλονίκη. Το φιλμ διαδραματίζεται στην Απουλία, την περιοχή απ’ όπου κατάγομαι και μιλά για πράγματα με τα οποία είμαι πολύ στενά συνδεδεμένος. Η Νίκα επιστρέφει στην Απουλία, μετά από τρία χρόνια απουσίας. Η οικογένειά της βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής και έχει εναποθέσει τις τελευταίες ελπίδες της στις κρατικές αποζημιώσεις για τα ετοιμοθάνατα υπεραιωνόβια ελαιόδεντρα της περιοχής. Η Νίκα αρνείται αυτή την προσέγγιση και, οπλισμένη με πίστη στις δυνάμεις της φύσης, ξεκινάει τον αγώνα της για τη σωτηρία των δέντρων. Σύντομα συνειδητοποιεί πως δεν έχουν μολυνθεί μόνο τα δέντρα, αλλά και οι άνθρωποι. Η μόλυνση έχει επηρεάσει τη σκέψη τους και αποφασίζει να αναλάβει δράση».

 

Ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος, μιλώντας για το Daniel ’16, ανέφερε τα εξής: «Ο Ντάνιελ, ένας γερμανός έφηβος, στέλνεται στην Ελλάδα, σε μια κοινότητα αγωγής ανηλίκων, για να εκτίσει την ποινή του. Εκεί, σ’ ένα εγκαταλελειμμένο χωριό του Έβρου, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία, βιώνει πρωτόγνωρα συναισθήματα και καλείται να δώσει λύση σε δύσκολα διλήμματα. Ακολουθούμε το μονοπάτι της ζωής του καθώς και το πώς η τελική του απόφαση θα ξαφνιάσει τους πάντες, τόσο τον ίδιο όσο και το κοινό. Αυτές οι κοινότητες υπάρχουν στην Ελλάδα εδώ και είκοσι χρόνια. Όταν διάβασα ένα άρθρο για την ύπαρξή τους, έκανα επιτόπια έρευνα. Ήταν ενδιαφέρον να δω αυτούς τους γερμανούς εφήβους να ζουν στην Ελλάδα σε μια αγροτική περιοχή. Γράψαμε ένα σενάριο για ταινία μυθοπλασίας. Η ιστορία διαδραματίζεται κοντά στα σύνορα του Έβρου, όπου όντως λειτουργούν αυτά τα κέντρα».

Στην ταινία της, Προετοιμασίες να είμαστε μαζί, άγνωστο για πόσο, αναφέρθηκε η Λίλι Χόρβατ. «Μάλλον είναι ο πιο μακροσκελής τίτλος ταινίας στο φετινό Φεστιβάλ. Πρόκειται για τη δεύτερη ταινία μου. Χαίρομαι που συμμετέχω στο πρόγραμμα της διοργάνωσης. Είναι η ιστορία μιας σαραντάχρονης νευροχειρουργού, η οποία εγκαταλείπει μια υποσχόμενη καριέρα στις ΗΠΑ για να σμίξει με τον έρωτα της ζωής της, στη Βουδαπέστη. Πολύ σύντομα, θα χάσει τη γη κάτω από τα πόδια της, βλέποντας την «αδελφή ψυχή» της να συμπεριφέρεται σαν να μην έχουν γνωριστεί ποτέ. Και έτσι ξεκινά η ιστορία, με το εσωτερικό ταξίδι της ηρωίδας για να μάθει τι συμβαίνει».

Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε η συντονίστρια της συζήτησης, Έλενα Χρηστοπούλου: «Έχουμε τρία διαφορετικά φιλμ, διακρίνω όμως ένα κοινό στοιχείο και στις τρεις ταινίες και αυτό είναι ο σημαντικός ρόλος που διαδραματίζει ο ήχος. Ο Ντανίλο έχει καταβολές στην κλασική μουσική, ενώ και στην προηγούμενη ταινία του, ο ήχος ήταν σημαντικό στοιχείο. Στο Σπέρνε τον Άνεμο, η Νίκα ακούει τη φύση και αυτό πυροδοτεί τη δράση της ταινίας. Και σε αυτή την ταινία οι πρωταγωνιστές ακούνε κλασική μουσική, ενώ και η σιωπή διαδραματίζει κομβικό ρόλο. Στο Daniel ’16, το σάουντρακ από τον Βαγγέλη Φάμπα ακολουθεί τους χαρακτήρες. Έχουμε, επίσης, τους ήχους των μουσουλμανικών προσευχών, τους ήχους των ίντερνετ καφέ. Πώς δουλέψατε με τους διευθυντές ήχου και πώς αντιλαμβάνεστε τον ήχο σε μια κινηματογραφική δημιουργία;»

«Στη δική μας περίπτωση, ο ήχος ήταν ήδη στο σενάριο. Προσπαθούσαμε να μπούμε στο μυαλό της Νίκα. Και ήταν ενδιαφέρον, γιατί ό,τι συνέβαινε στο μυαλό της ήταν διαφορετικό από τις σκέψεις των άλλων ανθρώπων. Η ίδια μεγάλωσε με τη γιαγιά της, που ήταν κατά κάποιον τρόπο μια “μάγισσα”. Είχε έναν τρόπο να επικοινωνεί με τα δέντρα και κάθε άλλο ζωντανό πλάσμα, που δεν ήταν άνθρωπος. Και η Νίκα έμαθε από αυτήν να ακούει τα δέντρα, τα φύλλα, τους μικρούς θορύβους στους οποίους δεν δίνουμε σημασία. Επίσης, υπήρχε και μουσική στην ταινία και είναι πάντα δύσκολο να διαλέξεις ποια μουσική θα χρησιμοποιήσεις. Θέλαμε να ανοίξουμε την πόρτα στην ελπίδα και την ίδια στιγμή να φέρουμε την πραγματικότητα σε μια άλλη διάσταση. Να δώσουμε μια αίσθηση μυστηρίου μέσω της μουσικής», είπε ο Ντανίλο Καπούτο.

Σύμφωνα με τη Λίλι Χόρβατ, «θέλαμε να δημιουργήσουμε έναν κόσμο που ξεδιπλώνει τις εσωτερικές σκέψεις της Μάρτα. Πειραματιστήκαμε με πολλά ηχητικά εφέ και αληθινούς ήχους. Υπάρχει μια αντίθεση ανάμεσα στα ηχητικά σκέλη της ταινίας και στα σημεία όπου επικρατεί απόλυτη σιγή. Η ησυχία είναι πολύ σημαντική γιατί η ηρωίδα μου είναι μόνη της σε πολλές σκηνές. Η σιωπή δεν είναι ποτέ βουβή. Επίσης, χρησιμοποιήσαμε πολλούς θορύβους της πόλης, όπως ο ήχος από το τραμ, τον οποίο ο συνθέτης μας χρησιμοποίησε και στο σάουντρακ. Όσο για την κλασική μουσική, ήθελα ο ανδρικός χαρακτήρας της ταινίας, να έχει τον δικό του κόσμο γιατί τον βλέπουμε μέσα από τα μάτια της κεντρικής ηρωίδας. Παίζει πολύ σημαντικό ρόλο η κλασική μουσική στη ζωή του και προσθέτει πολλά στον χαρακτήρα του».

«Με τον ήχο της μουσικής ακολουθώ τον πρωταγωνιστή μου. Τον στέλνουν σε μια ξένη χώρα και ακούει καθαρούς ήχους. Στην αρχή, δεν είχα σκεφτεί την ταινία μου με μουσική γιατί είναι ένα πολύ δύσκολο ζήτημα. Πρόκειται για μια διαχρονική και πανάρχαια μορφή τέχνης, η οποία έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί κάτι μοναδικό. Μοιάζει σαν ξένο σώμα σε μια ταινία, οπότε δεν ήθελα πολλή μουσική στην ταινία μου. Κατά το μοντάζ, όμως, ανακάλυψα το αντίθετο. Είπα στον Βαγγέλη Φάμπα πως πρέπει να γράψουμε κάποια τραγούδια. Στην αρχή διαφώνησε, αλλά τελικά καταλάβαμε ότι έπρεπε να γίνει. Είμαι πολύ τυχερός γιατί ο Βαγγέλης είναι ένας εξαιρετικός μουσικός και μας προσέφερε σπουδαίες λύσεις, καθώς άρχισε να βλέπει την ταινία μέσα από τη δική του οπτική. Δίνω πλέον μεγάλη σημασία στον ήχο γιατί δεν μπορούμε να βλέπουμε δίχως να ακούμε. Ο ήχος είναι εξίσου σημαντικός με την εικόνα», είπε ο  Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος.

Ποια είναι τα συναισθήματα που θέλατε να μεταδώσει η ταινία σας, ρώτησε η κ. Χρηστοπούλου, απευθυνόμενη σε όλους τους σκηνοθέτες. Όπως είπε ο Ντανίλο Καπούτο, «ο θυμός ήταν σημείο εκκίνησης για μένα, καθώς συνδυάζεται με το αίσθημα της αδυναμίας και με την ανάγκη να καταλάβεις γιατί συμβαίνει κάτι. Υπάρχει ένα σημείο στην ταινία που η Νίκα βλέπει κάποιον να πετάει σκουπίδια στην εξοχή -κάτι που γίνεται συχνά επειδή ο κόσμος δεν κάνει ανακύκλωση- και το πρώτο συναίσθημα είναι ο θυμός. Προσπαθώ να καταλάβω ποιος είναι ο ψυχισμός που οδηγεί σε μια τέτοια κίνηση. Η πόλη που γυρίσαμε την ταινία έχει μεγάλα εργοστάσια που έχουν κατηγορηθεί ότι μολύνουν το περιβάλλον, εντούτοις λειτουργούν ακόμη. Ήθελα να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι όταν καλούνται να διαλέξουν ανάμεσα στη δουλειά και στην υγεία τους πάντα διαλέγουν τη δουλειά. Όταν οι άνθρωποι έχουν υποστεί πλύση εγκεφάλου, δέχονται τα πάντα, ακόμη και να μολύνουν τη γη όπου ζουν. Αυτός είναι ο ψυχισμός που ήθελα να ερευνήσω. Προτιμούν να πεθάνουν από καρκίνο και όχι από πείνα. Το ίδιο γίνεται και με τον COVID-19. Όλα τα κράτη αναρωτιούνται αν πρέπει να ανησυχούν για την οικονομία ή για την υγεία».

Η Λίλι Χόρβατ, αναφορικά με το συναίσθημα που κυριαρχεί στην ταινία της, δήλωσε τα εξής: «ήθελα να μιλήσω για τον ρόλο που παίζει η φαντασία μας όταν ερωτευόμαστε. Όταν ερωτευόμαστε κάποιον, του εκμυστηρευόμαστε πολλά για εμάς, αναζητώντας την ευτυχία μέσα από αυτή την επαφή. Επίσης, ήθελα να δείξω ότι δύο άνθρωποι που συνδέονται μεταξύ τους βιώνουν πάντα τον έρωτα με διαφορετικό τρόπο».

«Στην ταινία μου κυριαρχεί το συναίσθημα της μοναξιάς. Η αίσθηση του να είσαι κοινωνικά αποκλεισμένος και να έχεις χάσει κάποιον αγαπημένο. Η αντιδράση απέναντι στους ανθρώπους γύρω σου, παρότι κατά βάθος γνωρίζεις πως τους έχεις ανάγκη. Αυτό το συναίσθημα ήταν πηγή έμπνευσης για την ταινία μου. Ο πρωταγωνιστής μου δεν μπορεί να λειτουργήσει εντός του πλαισίου μιας οικογένειας. Ξεκινά ένα ταξίδι ολομόναχος και καταφέρνει να βρει τη λύση, καθώς είναι πολύ γενναίος», ανέφερε ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος.

Στη συνέχεια, απαντώντας σε ερώτηση του κοινού για το αν η ταινία του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ημί-ντοκιμαντέρ, ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος απάντησε τα εξής: «το στυλ της ταινίας μου μοιάζει με ντοκιμαντέρ, γιατί ήθελα να υπάρχει η αίσθηση της πραγματικότητας, αλλά δεν είναι ντοκιμαντέρ, πρόκειται για ένα σενάριο μυθοπλασίας». Σε άλλη ερώτηση, η Λίλι Χόρβατ εξηγεί ποια ήταν η μεγαλύτερη ανησυχία της όταν δημιούργησε την ιστορία της Μάρτα. «Ένας από τους παραγωγούς μού είπε ότι έχουμε γυρίσει μια αντιφεμινιστική ταινία. Διότι το κοινό θα δει μια τρελή γυναίκα να κυνηγά έναν άντρα και η η γυναίκα αυτή είναι νευροχειρουργός στην  επαγγελματική της ζωή», απάντησε αστειευόμενη.

Μία από τις ερωτήσεις του κοινού προς τον Ντανίλο Καπούτο αφορούσε το κατά πόσο είναι ενταγμένο στην παράδοση της Απουλία το στοιχείο των μαγισσών. «Στον νότο της Ιταλίας, κατά τη δεκαετία του ’50, για κάθε παιδί που ήταν άρρωστο ή είχε προβλήματα με τον ύπνο, υπήρχε η αντίληψη ότι το σωματικό του πρόβλημα είχε ψυχικές ρίζες. Για όλα τα προβλήματα υπήρχε η λύση της μαγείας, με κάποιο ξόρκι. Τη δεκαετία του ’60, με την οικονομική ανάπτυξη στην Ιταλία, οι μάγισσες έφυγαν από το προσκήνιο. Τώρα υπάρχουν απλώς ως απομεινάρι μιας παράδοσης».

Απαντώντας στη συνέχεια σε ερώτηση για το ποιοι σκηνοθέτες την έχουν επηρεάσει, η Λίλι Χόρβατ δήλωσε: «Στη διάρκεια των σπουδών μου στο Παρίσι, είχα την ευκαιρία να δω πολλές κλασικές ταινίες και να αναπτύξω την αισθητική μου στο σινεμά. Γνώρισα τη δουλειά του Χίτσκοκ και του Κασαβέτη. Στη συγκεκριμένη ταινία, ο Κριστόφ Κισλόφσκι και οι γυναικείοι χαρακτήρες του ήταν η επιρροή μου, όπως και η ταινία Δεσμώτης του Ιλίγγου του Χίτσκοκ. Υπάρχει, επίσης, σε μια σκηνή της ταινίας μου ένας φόρος τιμής στο Παρίσι, Τέξας του Βιμ Βέντερς. Κάποιοι το αντιλαμβάνονται, κάποιοι άλλοι όχι, οπότε όταν μου λένε πόσο ωραία ήταν αυτή η σκηνή, πάντα σκέφτομαι ότι δεν αξίζω αυτόν τον έπαινο».

«Συνήθως βλέπουμε ιστορίες από πρόσφυγες, το πώς φτάνουν στη Γερμανία και ενσωματώνονται εκεί, αλλά στην ταινία σας συμβαίνει το αντίθετο, το οποίο είναι μια ενδιαφέρουσα ανατροπή. Πώς εμπνευστήκατε το σενάριο;», Αυτή ήταν επόμενη ερώτηση στην οποία κλήθηκε να απαντήσει ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος, λέγοντας τα εξής: «πριν μερικά χρόνια διάβασα ένα άρθρο σε μια ελληνική εφημερίδα που αναφερόταν σε αυτό το θέμα. Με τον συνεργάτη μου εντυπωσιαστήκαμε και επισκεφθήκαμε τις εγκαταστάσεις. Μιλήσαμε με τους εργαζόμενους και τους εφήβους και γράψαμε το σενάριο. Φυσικά, είναι μια ιστορία για τους πρόσφυγες –βέβαια, ο χαρακτήρας μου είναι Ευρωπαίος και έρχεται σε μια άλλη ευρωπαϊκή χώρα, την Ελλάδα- αλλά πιστεύω πως ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μια ιστορία προσφύγων. Είναι ένα θέμα που εύκολα καταλαβαίνουμε όλοι μας. Δεν υπάρχει χώρα που να μην το έχει βιώσει ή να μην έχει αναμνήσεις από κάτι τέτοιο. Επίσης, πρέπει να παραδεχτώ ότι μπορείς να γίνεις πρόσφυγας με διαφορετικούς τρόπους, όπως ο βασικός χαρακτήρας στην ταινία της Λίλι, που ζει σε ένα εντελώς διαφορετικό συναισθηματικό περιβάλλον. Αισθάνεται μόνη, ότι κανείς δεν την καταλαβαίνει, είναι μία πρόσφυγας κι αυτή. Το ίδιο και με την ιστορία του Ντανίλο. Η πρωταγωνίστριά του αγαπά αυτά τα ελαιόδεντρα, αλλά κανείς δεν την καταλαβαίνει».

Σε παρόμοιο ύφος και η επόμενη ερώτηση του κοινού, για το πώς η ελληνική κυβέρνηση διαχειρίζεται το θέμα των προσφυγών και το τι πρόκειται να συμβεί τα επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με τον κ. Κουτσιαμπασάκο, «είναι μια πολύ δύσκολη ερώτηση. Οι εξελίξεις μάς προλαβαίνουν, μεγάλες αλλαγές συμβαίνουν, ειδικά στη γειτονιά μας. Είμαι απαισιόδοξος σχετικά με αυτό το θέμα, θεωρώ πως τα πράγματα είναι χειρότερα από ό,τι ήταν για παράδειγμα πριν έξι μήνες. Βλέπετε τι συμβαίνει στην Αρμενία, τι συμβαίνει μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας. Η Τουρκία χρησιμοποιεί τους πρόσφυγες ως όπλο για να διαπραγματευτεί με την Ευρώπη. Φοβάμαι για το τι θα συμβεί».

Η βία είναι εντέλει ο καταλύτης για την εξέλιξη των πραγμάτων; Ο Ντανίλο Καπούτο τοποθετείται: «δεν νομίζω πως η βία είναι απαραίτητη, αλλά μια μορφή δράσης. Δεν παρακολουθώ απλώς τα πράγματα, τα κρίνω και τα αφήνω να συμβαίνουν. Είμαι υποχρεωμένος να δράσω με έναν τρόπο που δεν είναι βίαιος, αλλά που οδηγεί την κοινή γνώμη σε μια άλλη αντίληψη, βοηθώντας στο να βρεθούν εναλλακτικοί τρόποι σκέψης. Επομένως, πιστεύω πως η δράση είναι απαραίτητη, η βία όχι».

«Αυτό που διαδραματίζεται στο τέλος της ταινίας σας, θα μπορούσε να συμβεί και στην πραγματικότητα;» ήταν μια ακόμη ερώτηση για τον Δημήτρη Κουτσιαμπασάκο. «Θα μπορούσε, ναι! Το νόημα της σκηνής είναι πολύ ρεαλιστικό. Υπάρχει ελπίδα στη ζωή μας, παρότι είμαι απαισιόδοξος για το συγκεκριμένο θέμα, όπως είπα νωρίτερα. Είναι πολύ σημαντικό να μην χάνουμε την ελπίδα μας. Να μαχόμαστε για τη ζωή μας και τα θέλω μας» εξήγησε σχετικά.

Στη συνέχεια, οι σκηνοθέτες έθεσαν ερωτήσεις ο ένας στον άλλον. Η Λίλι Χόρβατ, απαντώντας στον Δημήτρη Κουτσιαμπασάκο για το πώς σχεδίασε την ατμόσφαιρα στην ταινία της, ανέφερε τα εξής: «Έχω την αίσθηση πολλές ιστορίες αποτυπώνονται όμορφα με την ψηφιακή τεχνολογία, αλλά αυτή τη φορά προτίμησα την ατέλεια που έχει το σελιλόιντ. Ήταν κάτι που αποφάσισα πολύ νωρίς και είχα καλούς συνεργάτες που, παρά τα οικονομικά προβλήματα που ίσως προέκυπταν, δεν αμφισβήτησαν αυτή την επιλογή. Είδα μια έκθεση φωτογραφίας στους δρόμους της Βιέννης από έναν αμερικανό φωτογράφο, τον Saul Leiter -αργότερα μελέτησα και το έργο του- από τη δεκαετία του ’50. Μου άρεσε μια φωτογραφία που έδειχνε ένα κίτρινο ταξί όπου επέβαινε ένας άνδρας, ενώ φαινόταν μόνο το χέρι του, που κρατούσε το χερούλι. Έτσι ήθελα να προβάλλω και τον κεντρικό χαρακτήρα της ταινίας μου. Σαν να τον παρατηρώ όπως τον άνδρα της φωτογραφίας, χρησιμοποιώντας την ίδια ατμόσφαιρα».

«Πώς ήταν η σχέση σου με τους ηθοποιούς, περνούσες αρκετό χρόνο μαζί τους;», ρώτησε τη Λίλι Χόρβατ ο Ντανίλο Καπούτο. «Κάναμε πολλές πρόβες πριν τα γυρίσματα. Όλο το επιτελείο, όχι μόνο οι ηθοποιοί, ήμασταν επικεντρωμένοι στη δουλειά, γιατί ξέρουμε ότι κοστίζει πολλά και δεν έχουμε στη διάθεσή μας τον χρόνο για να κάνουμε πολλές λήψεις. Υπάρχει πίεση γιατί προκύπτουν και τεχνικές δυσκολίες. Για την πρωταγωνίστρια μου ήταν ο πρώτος της μεγάλος ρόλος –είχε ασχοληθεί με το θέατρο και κάποιες μικρού μήκους ταινίες– οπότε κάναμε αρκετές πρόβες. Ακόμη και για τα πιο μικρά πράγματα, από το πώς τρώει ή πώς περπατάει, τον τόνο της φωνής της, πώς κοιτάει στον καθρέφτη. Με τον άνδρα πρωταγωνιστή μου ήταν διαφορετικά, γιατί ήταν το μεγάλο του comeback μετά από δεκαπέντε χρόνια απουσίας από την υποκριτική, οπότε δεν κάναμε πολλές πρόβες και ήταν σαν δάσκαλος για την πρωταγωνίστριά μου. Υπήρχε χημεία μεταξύ τους και ένταση, που πιστεύω αποτυπώθηκε και στην ταινία».

«Οι ηθοποιοί στην ταινία σου έχουν ένα πολύ ρεαλιστικό στυλ που θυμίζει ντοκιμαντέρ. Έχεις την αίσθηση πως παρατηρείς ανθρώπους σε μια οθόνη και όχι ηθοποιούς. Πως κατάφερες ένα τέτοιο αποτέλεσμα;», ήταν η ερώτηση του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου προς τον Ντανίλο Καπούτο. «Απέφυγα τις πρόβες. Στη διάρκεια των γυρισμάτων έδωσα στους ηθοποιούς πολλή ελευθερία γιατί δεν ήθελα κάτι συγκεκριμένο, αλλά ό,τι ήθελαν εκείνοι να δώσουν αρκεί να ήταν αληθινό, ακόμα και αν δεν υπήρχε στο σενάριο. Είχαν την αίσθηση ότι δεν τους σκηνοθετώ και δεν τους άρεσε ιδιαίτερα αυτή η ελευθερία. Είναι πιο εύκολο γι’ αυτούς να τους καθοδηγώ. Αλλά αυτό ήθελα, παρότι ήταν αρκετά χρονοβόρο και χαίρομαι που βγήκε στην ταινία. Σπούδασα Φιλοσοφία και ανακάλυψα το σινεμά αργότερα, όταν ήμουν ήδη στα είκοσι μου. Όσον αφορά την ταινία μου τα πάντα ξεκίνησαν το 2012 με ένα Work in Progress στην Αγορά του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και έτσι γνώρισα την Κωνσταντίνα Σταυριανού. Της άρεσε το πρότζεκτ και μας βοήθησε να το τελειώσουμε. Κάποια χρόνια αργότερα, βρέθηκα στο Παρίσι ψάχνοντας για παραγωγό και πάλι με βοήθησε η Κωνσταντίνα. Και το ένα έφερε το άλλο…».

Σε ερώτηση της Έλενας Χρηστοπούλου για το αν υπήρχαν αλλαγές στο σενάριο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ο Δημήτρη Κουτσιαμπασάκος απάντησε τα εξής: «Λένε ότι γράφεις το σενάριο τρεις φορές. Την πρώτη γράφεται από τον σεναριογράφο, τη δεύτερη από το γύρισμα και την τρίτη από το μοντάζ. Σε κάθε διαδικασία κάνεις αλλαγές. Δεν έκανα μεγάλες αλλαγές, αλλά δυο σκηνές κόπηκαν. Δεν ανήκω σε αυτούς που αυτοσχεδιάζουν, ωστόσο, ναι, υπήρχαν κάποιες αλλαγές». Στο ίδιο ύφος απάντησε και ο Ντανίλο Καπούτο: «δεν έκανα μεγάλες αλλαγές. Άλλαξα κάποια άτομα στο καστ πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, γιατί είχα τη Νίκα στο μυαλό μου πιο απαιτητική και πιο αυστηρή».

Οι συζητήσεις του Directors’ Corner πραγματοποιούνται στα αγγλικά και θα είναι διαθέσιμες κάθε απόγευμα στις 17:00, έως την Παρασκευή, 13 Νοεμβρίου, μέσα από το κανάλι του Φεστιβάλ στο YouTube.

 

Συντονιστείτε εδώ: https://www.facebook.com/events/387052425668755/




Leave a comment