Tο τραγούδι το γνωρίζω από παιδάκι, το έχω ακούσει και live απ’ την αυλή της γιαγιάς μου, όταν ο Νταλάρας έδινε συναυλίες στο γήπεδο του Χαραυγιακού (ή της Ηλιούπολης, αν γεννήθηκες μετά το ’95) και ο δρόμος γέμιζε με παλαιστινιακά, γόπες και το απέξω του πασατέμπου.

Ακούγοντάς το τότε, έβγαζα δύο ασφαλή συμπεράσματα: ένα, ότι το Διδυμότειχο είναι μια σελήνη με καραφλά βουνά και γυμνούς φαντάρους (μάλλον επηρεασμένος από το βίντεο κλιπ του Νίκου Σούλη) και δύο, ότι δεν ήταν ακριβώς αυτό που θα ‘λεγες ‘υλικό για παιδικό πάρτι’.

Σε κανένα πάρτι -γενικότερα νομίζω- δεν έχει συμβεί κάτι κοντά στον παρακάτω διάλογο:

– Συγγνώμη, μπλέξαμε στην κίνηση, κάποιο τρακάρισμα θα έγινε, δεν μπορεί…

– Μη στεναχωριέστε καθόλου. Ήρθατε πάνω στην ώρα. Ό,τι θα τραγουδάγαμε το ‘Διδυμότειχο Blues’.

Ακούγοντάς το μανιακά τον τελευταίο χρόνο, μπορώ με σιγουριά να δηλώσω ότι η πόλη του Διδυμότειχου είναι γλυκύτατη (άσχετο, αλλά από το ’91 μέχρι σήμερα μεσολάβησε και το δικό μου ανέβα στον Έβρο ως φαντάρος) και ότι το ‘Διδυμότειχο Blues’ είναι χιλιάδες πράγματα, αλλά όχι τραγούδι.

Ρε, τραγουδάρα είναι, σου σηκώνεται η τρίχα με τα πλήκτρα της αρχής και με τα λόγια του Γιάννη Σπυρόπουλου και το γκάζι της κιθάρας μετά το βιβλικό “μπρος στο Διδυμότειχο…”, αλλά ταυτόχρονα είναι πολύ πυκνό και συμβολίζον μιας πιο άγουρης (και αθώας) μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Συνεπώς, δεν είναι τραγούδι. Δεν ξέρω αν ο Μαχαιρίτσας θα πετάξει τη σκούφια του με την άποψή μου, δεν ξέρω καν αν ο Νταλάρας θυμάται ότι τραγούδησε κάποτε το ‘Διδυμότειχο Blues’, αλλά το πιστεύω από εδώ μέχρι τον Έβρο. Το ‘Διδυμότειχο Blues’ δεν είναι τραγούδι. (Τραγούδι είναι το ‘Μια Βραδιά στο Λεβερκούζεν’).

Και τι είναι λοιπόν;

Είναι αναμφίβολα ένα φιλμ. Και οι στίχοι του Γιάννη ‘Μπαχ’ Σπυρόπουλου είναι οι σεκάνς του φιλμ. Καθαρές, ξάστερες, ιδρωμένες με παγωμένο ιδρώτα και καθρεπτίζουσες του τι εστί στρατός, την εποχή που προφανώς και υπήρχαν βύσματα, αλλά τουλάχιστον δεν έβρισκες ένα σε κάθε σπίτι. Τότε που η θητεία ήταν ακόμα πιο παρανοϊκή, μακριά από το σπίτι σου, χωρίς τεχνολογίες και φέιστάιμ, χωρίς μέσεντζερ και φέισπαλμ.

Με τo “κρύο χειρουργείο, το εθνικό θηρίο μ’ έστειλε στη Χίο”, με το “κάπνισα μια γόπα, σβήστηκα απ’ το χάρτη, κόλαση του Δάντη”, με το “τραύλιζα διατάξτε, έσυρα δυο μήνες, μείναν άλλοι δέκα να ‘μαι στο Χαϊδάρι, παίδες εν καμίνω”, ο Σπυρόπουλος σκηνοθετεί ένα θρίλερ, μια στιγμή στην ελληνική δισκογραφία που συγχωρέστε με για την υπερβολή, αλλά πρέπει να ψάξουμε βαθιά στα λεγόμενα ‘πολιτικά τραγούδια’ για να βρούμε όμοιά της σε σχήμα και εκτόπισμα.

Μικροί κολλούσαμε στο στίχο με την αγχωμένη μαλακία. Όταν μεγαλώσαμε, καταλάβαμε. Όχι τόσο επειδή βρεθήκαμε στην ίδια θέση με τον στιχουργό, όσο γιατί καταλάβαμε πόσο τζιζ έκαναν οι ‘κακές λέξεις’ στο δημόσιο λόγο το ’91.

Έχει υπερβολή το ‘Διδυμότειχο Blues’; Σαφώς και έχει, τι είναι η τέχνη χωρίς την υπερβολή; Αλλά η ουσία υπερέχει. Η υποχρεωτική θητεία είναι μια παράνοια και το 2017 και το 1991 που βγήκε το κομμάτι και το 1976 για το οποίο μιλάει ο Σπυρόπουλος. Ειδικά το ’76. Είναι αξιοσημείωτο ότι ακούγοντας χίλιες φορές το κομμάτι, κάπου στην εκατοστή καταλαβαίνεις ότι ο ήρωας πιθανότατα δεν πήγε ποτέ στο Διδυμότειχο. Χαϊδάρι, Χίος και δεύτερη μετάθεση Διδυμότειχο; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Αλλά τι σημασία έχει στ’ αλήθεια;

Το Διδυμότειχο στο ‘Διδυμότειχο Blues’ χάνει το κεφαλαίο δέλτα και γίνεται διδυμότειχο. Ουσιαστικό, όχι όνομα τόπου. Ουσιαστικό, όπως η κόλαση, η δυσκολία, το κρύο, η απόγνωση. Με αυτήν την έννοια, όλοι έχουμε περάσει από διδυμότειχα. Και θα περάσουμε κι άλλα.

Ίδιον της απεικόνισης της στρατιωτικής θητείας είναι σαφέστατα και το πώς ξεδιπλώνεται ο ρυθμός στο τραγούδι. Τα μακρόσυρτα πρώτα 2/3 είναι το σούρσιμο των πρώτων ημερών. Των ημερών που μοιάζουν με χρόνια όταν είσαι νεοσύλλεκτος. Βέβαια, όλα συνηθίζονται. Η ικανότητα του ανθρώπου να προσαρμόζεται στις καταστάσεις (βλ. να πείθεται ότι για τους επόμενους πολλούς μήνες θα βαράει προσοχή σε κάποιον και θα ξυρίζεται κάθε μέρα ή θα πανηγυρίζει για ένα υπηρεσιακό) είναι με διαφορά η νούμερο ένα υπερηρωική μας διάσταση.

Το τελευταίο 1/3 βγάζει τις σφαίρες από την τελαμώνα και πυροβολεί. Είναι λες κι ο φαντάρος απολύθηκε και βάζει φωτιά στις παραλλαγές του. Και συζητάμε τόση ώρα αν το ‘Διδυμότειχο Blues’ είναι τραγούδι… Μήπως είναι τραγούδι και το ‘Να Δεις Τι Σου ‘χω για Μετά’;

~ ~ ~
Πάτησα το πόδι μου στο Διδυμότειχο στις 26 Μαΐου 2008. Πήγαμε κατευθείαν στο στρατόπεδο, που βρισκόταν σε ένα ύψωμα στο έμπα της πόλης πόρτα πόρτα με την ΕΥΠ. Το ταβάνι έστεκε βία μισό μέτρο από το κεφάλι μου και δεν είμαι και κάνας φοβερός ψηλέας. Μας έστειλαν κατευθείαν σκηνάκια, αυτή ήταν η εβδομάδα προσαρμογής μας. Σε μια βδομάδα έχασα τα επτά κιλά που είχα κονομήσει νωρίτερα στη Λάρισα, στην οποία έμεινα ένα μήνα (ίσως τον καλύτερο της ζωής μου) για την ειδικότητα.

Πουθενά, ούτε στα σκηνάκια ούτε στη σκοπιά δεν σκεφτόμουν το ‘Διδυμότειχο Blues’. Μόνο έξω, στις εξόδους ή στις άδειες, θυμόμουν το τραγούδι, δεν το άκουγα, κι αυτό γιατί η πόλη του Διδυμότειχου είναι όντως γλυκύτατη. Τη μαυρίλα του τραγουδιού τη βρίσκεις στο στρατόπεδο. Στην πόλη δεν υπάρχει.  Πλακόστρωτα παντού, πολλά σουβλατζίδικα, ένα για κάθε φαντάρο, πολλά ίντερνετ καφέ, ένα για κάθε πέντε φαντάρους, αρχοντικές λάμπες στο δρόμο και σημαντικά μπουγατσάδικα. Εκεί είδα για πρώτη φορά μπουγάτσες κομμένες κομματάκια. Μια μέρα πήγαμε και βόλτα στο Δάσος της Δαδιάς. Εκεί είδα για πρώτη φορά αετούς.

Το σωτήριο έτος 1991, δεκατρία χρόνια πριν το θαύμα της Εθνικής στα γήπεδα της Πορτογαλίας και δεκαεπτά χρόνια πριν δω τον τελικό του επόμενου Euro σε ένα καφενείο στο Διδυμότειχο, η προβλεπόμενη θητεία στον στρατό ξηράς ήταν 17 μήνες. Την ίδια χρονιά, κυκλοφόρησε το ‘Διδυμότειχο Blues’ σε μουσική Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, στίχους Γιάννη Σπυρόπουλου και ερμηνεία Νταλάρα-Μαχαιρίτσα.

ΠΗΓΗ: OneMan – Ηλίας Αναστασιάδης

 




Leave a comment