O πολυβραβευμένος μοντέρ Γιάννης Χαλκιαδάκης παρέδωσε masterclass την Τετάρτη 10 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, στο πλαίσιο του αφιερώματος «Κόψε κάτι: Το μοντάζ και τα μυστικά του», που φιλοξενεί το 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και φυσικά οι Cinemaniaξ ήταν εκεί.

Αντλώντας υλικό από την πλούσια φιλμογραφία του, ο Γιάννης Χαλκιαδάκης μοιράστηκε μαζί μας τα μυστικά όσων βλέπουμε, όσων δεν βλέπουμε, αλλά και όσων ονειρευόμαστε, όταν μια ταινία προβάλλεται στη μεγάλη οθόνη.

Στο πρώτο μέρος του masterclass, ο κ. Χαλκιαδάκης έκανε κάποια εισαγωγικά σχόλια για την τέχνη του μοντάζ. «Το μοντάζ δεν λαμβάνει συνήθως διακρίσεις. Στα Όσκαρ έχουν βρει έναν απλό και σοφό τρόπο. Η ταινία που παίρνει το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας, παίρνει και το βραβείο μοντάζ. Γενικά, θα λέγαμε ότι το μοντάζ όσο πιο κρυφό μένει, τόσο πιο καλό είναι», δήλωσε χαρακτηριστικά. Στη συνέχεια, ο διεθνούς φήμης μοντέρ μίλησε για τη σχέση του μοντάζ και του κινηματογράφου με τον χρόνο. «Όταν αρχίζεις να βάζεις τα πράγματα στη σειρά, συνειδητοποιείς ότι το σινεμά είναι μια τέχνη καταγραφής του χρόνου. Είναι κινούμενη εικόνα και η έννοια της κίνησης μάς παραπέμπει στον χρόνο. Κάθε πλάνο έχει συγκεκριμένο χρόνο. Κάθε μεγάλος σκηνοθέτης έχει μια σφραγίδα χρόνου. Ο Ταρκόφσκι και Ρενέ, έχουν πολύ συγκεκριμένο στίγμα χρόνου. Ο Ταρκόφσκι έλεγε πως κάθε πλάνο έχει πίεση χρόνου και ότι το μοντάζ είναι μια ενορχήστρωση».

Ακολούθως, αναφέρθηκε στη σχέση του μοντάζ με τη σκηνοθεσία. «Η ταινία δημιουργείται στο τραπέζι του μοντάζ και είναι σαν polaroid, έχει ανάγκη το βλέμμα για να έρθει στην επιφάνεια. Ο μοντέρ είναι ο πρώτος θεατής της ταινίας. Εκτίθεται στον κόσμο της και βλέπει για πρώτη φορά αυτό που έχει στο νου του ο σκηνοθέτης. Ο σκηνοθέτης είναι προκατειλημμένος, καθότι έχει σχεδιάσει την ταινία. Υπάρχουν σκηνοθέτες που μοντάρουν, όπως ο Ρενέ ή ο Σόντερμπεργκ, αλλά είναι εξαιρέσεις. Γενικά, όταν οι σκηνοθέτες προσπαθούν να μοντάρουν, συνήθως αποτυγχάνουν», επισήμανε.

Ο κ. Χαλκιαδάκης εξήγησε στη συνέχεια πως η σχέση σκηνοθέτη και μοντέρ είναι διαλογική και συμβουλευτική, μια αληθινή σχέση ζωής. «Ο μοντέρ, ως προς τον σκηνοθέτη, έχει κατά κάποιο τρόπο τον ρόλο που έχει ο text editor στα βιβλία. Υπάρχει μια συμβουλευτική σχέση, έως και καθοδηγητική σε κάποιο βαθμό. Ο Γουόλτερ Μερτς φτιάχνει έναν παραλληλισμό με την ονειροθεραπεία, όπου ένας ονειρεύεται και ένας είναι ακροατής. Αυτός που ονειρεύεται διηγείται το όνειρο σε αυτόν που το ακούει και ο ρόλος του ακροατή είναι να του προτείνει εναλλακτικά σενάρια. Αυτό συμβαίνει στο μοντάζ. Υπάρχει debate πάνω στο ποιος παίρνει τις αποφάσεις, ποιανού είναι η ταινία εν τέλει. Ο σκηνοθέτης φέρνει το υλικό, η ταινία είναι δική του. Αρχίζει, όμως ένας διάλογος με τον σκηνοθέτη, από τον οποίο προκύπτει η ταινία. Οι σχέσεις μοντέρ και σκηνοθέτη είναι σχέσεις ζωής, εμπιστοσύνης. Υπάρχουν πολύ στενά ζευγάρια. Μαζί πάμε πιο μακριά. Και ο καθένας κάνει με τον άλλον πράγματα που δεν θα έκανε ποτέ. Όλες οι ταινίες που έχω κάνει θα ήταν καρμπόν αν δεν είχα προσωπική σχέση με τον εκάστοτε σκηνοθέτη».

Όπως εξήγησε, στη διαδικασία αυτή, αυτό που πάντα προέχει είναι η ταινία. «Η μόνη απάντηση που δεν δέχομαι από σκηνοθέτη είναι θα γίνει έτσι γιατί έτσι μου αρέσει. Πρέπει να το εξηγήσει και η εξήγηση να έχει σχέση με την ταινία. Η ταινία είναι το σημαντικό», σημείωσε. Έπειτα, αναφέρθηκε στο «Πείραμα του Κουλέσοφ», το οποίο αμφισβητείται από κάποιους σκηνοθέτες. «Όταν δυο πλάνα δένονται, συχνά προκύπτει κάτι καινούργιο, που δεν υπήρχε σε κανένα από τα δύο αρχικά πλάνα. Το μεγαλύτερο ποσοστό του αφηγηματικού σινεμά στηρίζεται ακριβώς σε αυτή τη λειτουργία. Υπάρχει μεγάλο debate, κάποιοι σκηνοθέτες το αρνούνται, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Ταρκόφσκι», επισήμανε σχετικά.

Στο δεύτερο μέρος του masterclass, ο κ. Χαλκιαδάκης επιχείρησε να δείξει στο κοινό τη διαδικασία που ακολουθεί ένας μοντέρ. Στο πλαίσιο, λοιπόν, ενός πειράματος, όπως το αποκάλεσε ο ίδιος, προσπάθησε να μοντάρει σε ζωντανό χρόνο μια σκηνή με το κοινό.

«Ο σκηνοθέτης τραβάει το υλικό, το οποίο είναι συνήθως μακροσκελές. Για παράδειγμα, τραβάει 40 λεπτά υλικό, από το οποίο ενδέχεται να προκύψει τελικά στην ταινία μια σκηνή διάρκειας ενός ή ενάμιση λεπτού. Αρχικά, βλέπεις σύνολο του υλικού και κάνεις μια πρώτη επιλογή, ένα μικρό selection. Μετά πειραματίζεσαι, δημιουργείς διαφορετικές εκδοχές της σκηνής. Είναι δύσκολο από την αρχή να καταλήξεις στη φόρμα μιας σκηνής, γιατί δεν έχεις την αίσθηση του συνόλου. Δοκιμάζεις και βλέπεις τι δουλεύει», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Ο κ. Χαλκιαδάκης έδειξε στο κοινό πέντε διαφορετικές εκδοχές της ίδιας σκηνής, στις οποίες χρησιμοποιούνταν διαφορετικά πλάνα και η έμφαση δινόταν κάθε φορά σε κάποιο άλλο στοιχείο της. «Όταν κάνουμε το πρώτο cut της ταινίας, το αποτέλεσμα είναι συνήθως τραγικό, σε βαθμό που το βλέπει ο σκηνοθέτης και δηλώνει ότι δεν θα ξανακάνει σινεμά! Οι πιο επικίνδυνοι σκηνοθέτες, πάντως, είναι εκείνοι που λένε ότι το πρώτο cut είναι φανταστικό», είπε αστειευόμενος. Στη συνέχεια, μίλησε για τη σημασία του μυστηρίου στο μοντάζ. «Ένα πλάνο που δεν έχει κανέναν στο κάδρο δημιουργεί ένα μυστήριο. Είναι ουσιαστικό στοιχείο το μυστήριο στο μοντάζ, διότι κάνει τον θεατή να αναρωτηθεί, τον κάνει συμμέτοχο. Ο θεατής πρέπει να αναλύει, να ερμηνεύει, να προβλέπει, να εκπλήσσεται, να συμμετέχει ενεργά», σημείωσε.

Ο κ. Χαλκιαδάκης μίλησε, όμως, και για τον ρόλο του συναισθήματος. «Σε πολλές ταινίες, ξαφνικά αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι το αίσθημα. Είναι μαγικές σκηνές αυτές στο σινεμά. Δεν μοντάρουμε ποτέ για το ρακόρ, απλώς να δένει το πλάνο τεχνικά. Όσο για τη μουσική, είναι ο αγαπημένος φίλος του μοντέρ. Η μουσική που βάζω στο μοντάζ μού δίνει έναν ρυθμό. Συνήθως τη βάζω στην αρχή και μετά, επειδή έχει πανάκριβα πνευματικά δικαιώματα ή για άλλους λόγους, την αφαιρώ. Δίνει όμως ρυθμό στη σκηνή και βοηθάει τη διαδικασία», δήλωσε χαρακτηριστικά.

«Το υλικό μιας ταινίας είναι τρομερά εύπλαστο. Θέλει λίγη φαντασία, έχεις πολλές δυνατότητες που δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά. Πολλά μικρά πράγματα, μικρές επιλογές μπορεί να κρύβουν από πίσω πάρα πολλή δουλειά. Είναι αργή και επίπονη διαδικασία. Πρέπει να υπάρχει πάντα ένα ερωτηματικό. Να αμφισβητείς συνεχώς αυτό που θεωρείς καλό. Να είσαι ανοιχτός στο λάθος. Να διαρρηγνύεις αυτό που έχεις παγιωμένο. Έτσι ωριμάζει η σκέψη στο μοντάζ», τόνισε χαρακτηριστικά.

Με αφορμή τη δημιουργική αμφιβολία την οποία περιέγραψε, ο κ. Χαλκιαδάκης μοιράστηκε μια ιστορία με το κοινό. «Είχα μόλις τελειώσει τη σχολή, είχα χρόνο στη διάθεσή μου. Είχα πάντα μια αρχή ως μοντέρ. Όταν τελειώσεις μια ταινία πρέπει να ξαναδείς όλο το υλικό από την αρχή. Στην αρχή το έκανα, μετά δεν άντεξα. Είναι όμως πολύ δημιουργικό. Βλέπεις πράγματα που δεν είχες προσέξει αρχικά». Έπειτα, ο κ. Χαλκιαδής μίλησε και για τη μαγική εκείνη στιγμ, όπου το υλικό δένει και δίνει την ιστορία.

«Το έργο τέχνης δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Είναι μαγική, σχεδόν μεταφυσική η σκηνή που θα δεις το cut και θα πεις πως λειτουργεί. Κάποια στιγμή απλώς συμβαίνει. Ξαφνικά όλο δουλεύει πια σα σύνολο, παρακολουθείς μια αφήγηση, σου λέει κάποιος μια ιστορία. Και πάλι μπορείς φυσικά να κάνεις μικρές αλλαγές, fine cuts, αλλά είσαι πια χαλαρός ότι η ταινία δουλεύει», επισήμανε.

Στο τρίτο και τελευταίο μέρος του masterclass, ο κ. Χαλκιαδάκης πρόβαλε σκηνές από τη φιλμογραφία του και πιο συγκεκριμένα τις ταινίες Στρέλλα του Πάνου Κούτρα και Interruption του Γιώργου Ζώη, τις οποίες σχολίασε, ενώ στη συνέχεια, δέχτηκε τις ερωτήσεις του κοινού. Σε ερώτηση του κοινού για το κριτήριο επιλογής σκηνών του μοντέρ, ο ίδιος εξήγησε πως αποτελεί απότοκο της εμπειρίας. «Αυτή η αναζήτηση για το κριτήριο είναι πολύ σημαντική, το τι διαλέγεις και τι όχι. Το συνειδητοποιείς μέσα από την εμπειρία και την επιμονή. Πρέπει να αφουγκραστείς πολύ καλά το υλικό για να βρεις πού κινείται το κριτήριο αυτό. Θέλει πολλή δουλειά. Το μαθαίνεις μέσα από την εμπειρία του να βλέπεις το υλικό. Φυσικά, αφού αρχίσει και διαρθρώνεται η ιστορία έχεις και έναν άξονα», δήλωσε.

Όσο για το αν υπάρχει «ταυτότητα» του κάθε μοντέρ, Ο κ. Χαλκιαδάκης απαντά τα εξής: «Κάποιοι μοντέρ ίσως να έχουν λίγο πιο έντονη σφραγίδα. Δε νομίζω, όμως, ότι υπάρχει ταυτότητα στο μοντάζ. Φυσικά, το μοντάζ δεν είναι μόνο τεχνικό, το πώς κόβεις ένα πλάνο. Υπάρχουν και στιλιστικά στοιχεία, Ας πούμε, το μοντάζ των ταινιών του Λαρς Φον Τρίερ είναι πολύ ιδιαίτερο. Σε γενικές γραμμές, πάντως, δεν θεωρώ πως υπάρχει συγκεκριμένη ταυτότητα στο μοντάζ». Τέλος, ο κ. Χαλκιαδάκης απάντησε και ερώτηση για τη συνεργασία με τους σκηνοθέτες όσον αφορά το σενάριο. «Κάποιοι σκηνοθέτες δίνουν το σενάριο πολύ νωρίς. Με κάποιους κάνουμε development μαζί. Συζητάμε τι χρειάζεται, τι θα μπορούσε να φύγει. Κάνουμε ένα πέρασμα. Ως μοντέρ, διαβάζεις το σενάριο και μετά το αφήνεις λίγο στην άκρη. Μετά, είναι ό,τι έχεις μπροστά σου», σχολίασε, ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή του.




Leave a comment