Aπό τα αδιαμφισβήτητα highlights του φετινού προγράμματος του 45oυ DISFF ήταν το μάστερκλας του οσκαρικού δημιουργού Πάβελ Παβλικόφσκι στο πλαίσιο του προγράμματος Cinematherapy και η συζήτηση που ακολούθησε μεταξύ του σκηνοθέτη, του καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ Δράμας Γιάννη Σακαρίδη, της ψυχοθεραπεύτριας Ντενίς Νικολάκου, και βέβαια του κοινού, που κατέκλυσε το Σάββατο βράδυ τη μεγάλη αίθουσα της Ταινιοθήκης της Ελλάδος στο πλαίσιο της εκδήλωσης «Το Φεστιβάλ Δράμας ταξιδεύει στην Αθήνα».

Το τετραήμερο του Φεστιβάλ Δράμας στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, ολοκληρώθηκε χθες βράδυ με sold out προβολές του Εθνικού Διαγωνιστικού Προγράμματος, και μεγάλη επιτυχία.

Το πρόγραμμα Cinematherapy, που επιμελείται η Ντενίς Νικολάκου, είναι ταυτόσημο πλέον με το όνομα Πάβελ Παβλικόφσκι καθώς ήταν ο ίδιος ο οσκαρικός σκηνοθέτης που το εγκαινίασε με την ταινία του Cold War (2018) στη 43η διοργάνωση του Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας το 2020.

Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης στην Ταινιοθήκη προβλήθηκαν αποσπάσματα από το πλούσιο έργο του -ένα κινηματογραφικό κολάζ από τη δημιουργική περίοδο των ντοκιμαντέρ του στο BBC το διάστημα 1990-1995 (From Moscow to Pietushki, Dostoyevsky’s Travels, Serbian Epics, Tripping with Zhirinovsky), τη δεύτερη περίοδο των ταινιών μυθοπλασίας του από το 1998 έως το 2004 (The Stringer, Last Resort, My Summer of Love), και βέβαια από την τρίτη (The Woman in the Fifth) και την τέταρτη (Ida, Cold War) δημιουργική του περίοδο (2011-2018).

Eδώ θα παρακολουθήσετε όλο το μάστερκλας-συζήτηση με τον σκηνοθέτη:

https://www.dramafilmfestival.gr/live/#arve-vimeo-75072239663273379a6458454988232

Μιλώντας στη Ντενίς Νικολάκου, ο Πάβελ Παβλικόφσκι, γοητευτικός, εκφραστικός και γεμάτος χιούμορ στην κουβέντα που ακολούθησε, είπε πως σε ψυχολογικό επίπεδο νοιώθει να ταυτίζεται με τους ήρωες των ταινιών του, και πως ακόμα κι αν αυτοί είναι αντιπαθείς, συμπάσχει μαζί τους και τους αγαπά. «Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι κάνοντας τις ταινίες συνειδητά επιδιώκω να κάνω ένα είδος κινηματογραφοθεραπείας», διευκρίνισε, «κι όταν νοιώθω πως γίνομαι διδακτικός, είναι σαν να απενεργοποιούμαι, πατάω το κουμπί off, είναι κάτι που δεν θέλω. Πάντα έκανα ταινίες για τα πράγματα που είχα στο μυαλό μου τη δεδομένη εποχή».

Αναφορικά με τα ντοκιμαντέρ που γύρισε τη δεκαετία του ’90 σε παραγωγή του BBC (σ.σ.. ο Παβλικόφσκι έζησε από τα 14 του χρόνια στην Αγγλία), είπε πως επηρεάστηκε από τα ντοκιμαντέρ που γύρισαν στη χώρα του σπουδαίοι δημιουργοί όπως ο Κισλόφσκι, με αποτέλεσμα να φέρει αυτήν την πολωνική «ματιά» στις ταινίες του, που ήταν πιο καλλιτεχνικές και πιο λυρικές από τα συμβατικά βρετανικά ντοκιμαντέρ της εποχής. «Οι πολωνοί δημιουργοί, λειτουργούσαν σε ένα άλλο πλαίσιο, κρατικού απολυταρχικού ελέγχου», εξήγησε, «και αναγκάζονταν να επινοούν τρόπους ώστε να “εξαπατούν” το καθεστώς για να πουν αυτό που ήθελαν, κι αυτό είχε αντίκτυπο στην αισθητική των ταινιών τους».

Με τα ντοκιμαντέρ του αυτά κατέγραψε «τη γέννηση του εθνικισμού την περίοδο εκείνη στην Ευρώπη. Κι ήταν ενδιαφέρον να το καταγράφω όλο αυτό, όχι με τα σημερινά ψηφιακά μέσα, αλλά σε 16mm. Σήμερα είμαστε κολλημένοι σε μια εικονική πραγματικότητα, όμως τότε ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον να κάνεις ταινίες. Σήμερα καταγράφουμε αδιάκοπα και άκριτα με τα κινητά μας την επικαιρότητα, τότε γυρίζαμε σε φιλμ, κι όταν τραβούσαμε ήταν πολύ συνειδητό, είχαμε έναν συγκεκριμένο σκοπό, δεν γυρίζαμε γενικά και αόριστα. Θέλαμε να αιχμαλωτίσουμε μια ποιητική ή μια αστεία σκηνή».

Μιλώντας για τα ντοκιμαντέρ του σε αντιδιαστολή με τις ταινίες μυθοπλασίες που γύρισε, είπε πως «αν και το πλαίσιο είναι πιο ρεαλιστικό στη μία περίπτωση και πιο φαντασιακό στην άλλη, ποτέ δεν έκανα απόλυτη διάκριση μεταξύ τους καθώς ένοιωθα πως πάντα “έπαιζα” με την πραγματικότητα, και συνειδητά χρησιμοποιούσα ένα στυλιζάρισμα –τουλάχιστον σε έναν βαθμό. Ίσως γιατί πραγματικά μισώ τον τρόπο με τον οποίo τα ΜΜΕ απεικονίζουν τον κόσμο και την “πραγματικότητα”. Δείτε πώς παρουσιάζουν τη Ρωσία, τη Γαλλία σήμερα…».

Φέρνοντας σαν παράδειγμα την ταινία του Ταξιδεύοντας με τον Ζιρινόφσκι, υπογράμμισε πως «o Ζιρινόφσκι ήταν ένας ανεκδιήγητος τύπος, ήταν απαίσιος, πολύ πριν τον Τραμπ, αλλά η πορεία του είναι ενδεικτική του τι συνέβη στην τεράστια, απίστευτη αυτή χώρα, τη Ρωσία». Όμως, όπως συνέβη και με το ντοκιμαντέρ του Σερβικά Έπη που το γύρισε στη Βοσνία κατά τη διάρκεια του πολέμου το 1992, «ερωτεύεσαι το θέμα σου. Κάτι μέσα σου σε κινητοποιεί, χτυπά ένα καμπανάκι».

Μιλώντας για την εκπληκτική Ίντα του, που γύρισε στην Πολωνία, ο Πάβελ Παβλικόφσκι εξομολογήθηκε πως κι αυτός, στην εφηβεία του, ανακάλυψε πως η γιαγιά του από την πλευρά του μπαμπά του ήταν Εβραία. «Δεν είχα ιδέα, και ξαφνικά έμαθα για όλη αυτήν την περιπέτεια της οικογένειάς μου, για το Άουσβιτς… Υπ’ αυτήν την έννοια η Ίντα ήταν μια πολύ προσωπική ταινία».

Στην Πολωνία «έχουμε μια εμμονή με την Ιστορία, σε τέτοιο βαθμό που αυτό συνθλίβει τα πάντα. Εγώ θέλω να δημιουργώ αληθινούς, τρισδιάστατους χαρακτήρες –εξάλλου η αλήθεια είναι κάτι τόσο αμφιλεγόμενο…».

Στο ερώτημα ποια φάση της δημιουργίας μιας ταινίας τον γοητεύει περισσότερο, απάντησε γελώντας: «Καμία! Είναι μια πολύ στρεσογόνα διαδικασία. Ίσως το μόνο πραγματικά απολαυστικό κομμάτι είναι η στιγμή που κάτι σου κάνει κλικ, μια ιδέα που σου έρχεται ξαφνικά, και εκεί σκέφτεσαι «τέλεια, μπορεί και να λειτουργήσει αυτό». Και ποια είναι η στιγμή που συνειδητοποιεί πως η ταινία πέτυχε τον στόχο της; «Δεν το ξέρεις αυτό. Συχνά αναρωτιέσαι “τι κάνω τώρα”; Αυτό που σου προσφέρει μια ικανοποίηση είναι όταν κάνεις μία πρώτη προβολή για επιλεγμένους φίλους. Αν τους αρέσει νοιώθεις πως κάτι όμορφο συμβαίνει. Κι όταν ο κόσμος αρχίζει να ανακαλύπτει τη δουλειά σου, νοιώθεις πως ανταμείβονται οι προσπάθειές σου». Ως προς τη σχέση του με τους ηθοποιούς, αυτή δεν μπαίνει, όπως είπε, σε καλούπια. «Δεν υπάρχει στάνταρ μέθοδος, διότι κάθε ηθοποιός είναι μια διαφορετική περίπτωση».

Συζητώντας με τον Γιάννη Σακαρίδη για τις επιπτώσεις της πανδημίας στους κινηματογραφιστές και το σινεμά γενικότερα, υπογράμμισε πως «ως δημιουργός νοιώθω ότι είναι όλο και πιο δύσκολο να κάνεις μια ταινία που να έχει νόημα να τη γυρίσεις, που να έχει ένα πολιτιστικό περιεχόμενο, σε αυτήν την εποχή της ψηφιακής επικοινωνίας Ομολογώ πως στα 68 μου χρόνια, σκέφτομαι συχνά: γιατί να ασχοληθώ καν; Γιατί να μπω στον κόπο; Ποιος ενδιαφέρεται; Οι πλατφόρμες στην αρχή υποκρίνονταν πως δήθεν ενδιαφέρονταν για τον κινηματογράφο, αλλά πλέον είναι σαφές πως έχουν προσανατολιστεί στην κατεύθυνση της αγοράς και μόνο. Την ίδια στιγμή όλα τα συνεργεία είτε κοστίζουν πανάκριβα, είτε είναι απασχολημένα σε υπερπαραγωγές. Πώς να κάνεις σήμερα μία ταινία σαν την Ίντα; Μεγάλωσα με ένα σινεμά που αρχίζει να εξαφανίζεται…».

Κλείνοντας είπε: «Μετά τα 60 είναι δύσκολο πια να έχεις τον ίδιο ενθουσιασμό. Εύχομαι να ήμουν νεότερος και να ερωτευόμουν, πάλι από την αρχή, τον κινηματογράφο….»




Leave a comment