Ο τέσσερις φορές βραβευμένος με Όσκαρ Κλιντ Ίστγουντ (Το Βαποράκι) εμπνέεται από τη βομβιστική επίθεση στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα και επιστρέφει με μία ακόμα αληθινή ιστορία ηρωισμού -και οσκαρικών προδιαγραφών-, καθώς ξεδιπλώνει τα συνταρακτικά γεγονότα γύρω από τον Ρίτσαρντ Τζούελ, που ενώ έσωσε ανθρώπινες ζωές, βρέθηκε στο στόχαστρο του FBI και του Τύπου και είδε τη ζωή του να διαλύεται για πάντα.

Ο σπουδαίος δημιουργός αφηγείται την τραγική πορεία της διαστρέβλωσης της κοινής γνώμης με πρωταγωνιστή τον Πολ Γουόλτερ Χάουζερ («I, Tonya») στον ομώνυμο ρόλο, μαζί με τους Σαμ Ρόκγουελ, Κάθι Μπέιτς και Ολίβια Γουάιλντ σε ρόλους κλειδιά. Το σενάριο υπογράφει ο υποψήφιος για Όσκαρ Μπίλι Ρέι (Captain Phillips) βασισμένος σε άρθρο του Vanity Fair.

Σενάριο (βασισμένο στο άρθρο της Μαρί Μπρένερ για το Vanity Fair με τίτλο American Nightmare—The Ballad of Richard Jewell): Μπίλι Ρέι

Σκηνοθεσία: Κλιντ Ίστγουντ

Πρωταγωνιστούν: Πολ Γουόλτερ Χάουζερ, Σαμ Ρόκγουελ, Κάθι Μπέιτς, Τζον Χαμ, Ολίβια Γουάιλντ

Διεύθυνση Φωτογραφίας: Ιβ Μπελανζέρ

Μοντάζ: Τζόελ Κοξ

Μουσική: Αρτούρο Σαντοβάλ

Διάρκεια: 2 ώρες και 9 λεπτά

Σύνοψη

«Βρέθηκε βόμβα. Έχετε τριάντα λεπτά». Ο κόσμος γνώρισε τον Ρίτσαρντ Τζούελ ως τον φύλακα που ανακάλυψε ένα βομβιστικό μηχανισμό και ενημέρωσε άμεσα τις αρχές κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Ατλάντα το 1996. Χάρη στην ακαριαία δράση του, μετατράπηκε σε ήρωα και έσωσε πολλές ζωές. Μέσα σε λίγες μέρες, όμως, έγινε ο υπ’ αριθμόν ένα ύποπτος του FBI και κατηγορήθηκε από τον Τύπο και το κοινό, χωρίς βάσιμες αποδείξεις. Από τότε η ζωή του άλλαξε δραματικά και αμετάκλητα.

Κυνήγι Μαγισσών

Στις 27 Ιουλίου, 1996, εν μέσω των Ολυμπιακών Αγώνων της Ατλάντα, ο φύλακας Ρίτσαρντ Τζούελ ανακαλύπτει ένα ύποπτο πακέτο, κρυμμένο κάτω από έναν πάγκο, που αποδεικνύεται ότι περιέχει εκρηκτικό μηχανισμό. Με ελάχιστο χρόνο στη διάθεση του, βοηθάει να εκκενωθεί η περιοχή, σώζοντας πολλές ζωές. Τον ανακηρύσσουν ήρωα. Αλλά τρεις μέρες μετά, η ζωή του ταπεινού αυτού σωτήρα καταρρέει, όταν συνειδητοποιεί ότι το FBI τον θεωρεί τον κύριο ύποπτο για τη βομβιστική επίθεση.

Αυτή η ιστορία που μοιάζει με θρίλερ δεν είναι επινοημένη, αλλά πρόκειται για την πραγματική περίπτωση του Ρίτσαρντ Τζούελ. Από ειρωνεία της τύχης, εξαιτίας του αλτρουισμού του, ο Τζούελ πέρασε από ανάκριση για 88 μέρες, υπέστη δημόσιο εξευτελισμό και επίθεση από τα μέσα ενημέρωσης, χωρίς ποτέ να είναι σίγουρος ότι θα μπορούσε κάποτε να αποκαταστήσει το όνομα του.

Ο σκηνοθέτης/παραγωγός Κλιντ Ίστγουντ ήθελε να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη την τραγική ιστορία αυτού του καλοπροαίρετου ανθρώπου που είδε τη ζωή του να ανατρέπεται από τα μέσα ενημέρωσης και τις αρχές επιβολής του νόμου.

«Συχνά βλέπουμε ιστορίες για ισχυρούς ανθρώπους που τους κατηγορούν για κάτι, αλλά έχουν χρήματα, παίρνουν τον σωστό δικηγόρο και ξεφεύγουν» λέει ο δημιουργός. «Με ενδιέφερε η ιστορία του Ρίτσαρντ Τζούελ γιατί είναι ένας κοινός άντρας, ένας μέσος άνθρωπος. Δεν του ασκήθηκε ποτέ δίωξη, αλλά παρενοχλήθηκε με κάθε τρόπο. Όλοι έσπευσαν να τον κατηγορήσουν, δεν είχε την εξουσία να ξεφύγει και ήταν για καιρό αφελώς ιδεαλιστής για να καταλάβει ότι έπρεπε να σώσει τον εαυτό του».

«Γι΄αυτό ήθελα να κάνω αυτή την ταινία» συνεχίζει «για να αποκαταστήσω τη μνήμη του Ρίτσαρντ. Γιατί είναι ένας απλός άνθρωπος -που θέλει να είναι αστυνομικός και να αφοσιωθεί στην ασφάλεια των ανθρώπων- που κάνει κάτι ηρωικό και μετά πληρώνει ένα μεγάλο τίμημα. Τον ρίχνουν στους λύκους».

Ακόμα και σήμερα οι περισσότεροι αναφέρονται στον Τζούελ σαν τον βομβιστή της Ατλάντα, παρόλο που έχει αθωωθεί. «Οι άνθρωποι δεν συμπληρώνουν την εικόνα» λέει ο σκηνοθέτης. «Δεν συνδέουν ότι μετά από έξι χρόνια ο πραγματικός βομβιστής εμφανίστηκε, ότι ομολόγησε, ότι τον έπιασαν. Ελπίζω το κοινό να μάθει από αυτή την ταινία, να μάθει ότι μπορούμε σαν κοινωνία να τα πάμε καλύτερα. Είναι ένα σπουδαίο μάθημα αυτό που μας δίνει ο Ρίτσαρντ. Αυτό κάνει έναν άνθρωπο ήρωα».

Ο σεναριογράφος Μπίλι Ρέι λέει: «Πάντα ήθελα να γράψω για τον Κλιντ, όλοι οι σεναριογράφοι το θέλουν, αλλά ειδικά ένα σενάριο σαν αυτό, γιατί αφορά τα θέματα που απασχολούν τον Κλιντ σε όλη του την καριέρα: η δικαιοσύνη, ο νόμος, ένας συνηθισμένος άνθρωπος σε μία ασυνήθιστη κατάσταση. Ήταν ο τέλειος γάμος μεταξύ σκηνοθέτη και υλικού».

Ο Ρέι βάσισε τη δουλειά του σε ένα άρθρο του Vanity Fair του 1997 από τη Μαρί Μπρένερ. H δημοσιογράφος, που βρέθηκε επί τόπου μετά τα περιστατικά και πέρασε χρόνο με τον Ρίτσαρντ και τη μητέρα του θυμάται: «Το 1996, η αστυνομία είχε ενθουσιαστεί με τη θεωρεία των «προφίλ», οπότε μέσα σε αυτή την τρέλα που επικρατούσε μετά την απόπειρα, είδαν αυτόν τον πολύ γλυκό, λίγο εκκεντρικό τύπο που βρήκε τον μηχανισμό και σκέφτηκαν ότι ταιριάζει στο προφίλ του μοναχικού βομβιστή. Έτσι, ξεκίνησε το κυνήγι μαγισσών, ένας όρος που έχει υποστεί κατάχρηση στην κουλτούρα μας, αλλά είναι ο ορισμός του τι συνέβη στον Ρίτσαρντ. Αυτός και η μητέρα του πέρασαν πολλή πίεση και εκτέθηκαν ανεπανόρθωτα. Τότε και τώρα, η κοινωνία μας σπεύδει να βγάλει συμπεράσματα για ανθρώπους με βάση την εμφάνιση τους ή τα φαινόμενα, χωρίς να βλέπει πιο βαθιά».

«Ο χρόνος που πέρασα στην Ατλάντα και αυτό που συνέβη στον Ρίτσαρντ με επηρέασε πολύ στη δουλειά μου» συνεχίζει η ρεπόρτερ. «Είναι σπάνιο να σε επηρεάζει μια ιστορία τόσο πολύ και είναι ακόμα πιο σπάνιο να διατηρείς επαφή με αυτούς που έχεις καλύψει δημοσιογραφικά. Το να αναζητώ τη δικαιοσύνη για αυτόν τον άνθρωπο έγινε η αποστολή μου».

Όταν η Μπρένερ έμαθε ότι ο Ίστγουντ ενδιαφερόταν να μεταφέρει την ιστορία στη μεγάλη οθόνη ενθουσιάστηκε. «Ήταν για μένα σαν ένα απίθανο όνειρο ότι 23 χρόνια μετά τον βομβαρδισμό, ένας θρύλος που νοιάζεται για τα δικαιώματα των αφανών ηρώων ανάμεσα μας έχει επιλέξει να αξιοποιήσει τα χαρίσματα του για να πει αυτή την ιστορία, για να αποδώσει δικαιοσύνη στον Ρίτσαρντ και τη μητέρα του».

Παρόλο που δεν υπήρχε κάποια βάσιμη απόδειξη εγκληματικής πράξης, ο Τζούελ δέχτηκε επιθέσεις, συμπεριλαμβανομένου και του γεγονότος ότι ταίριαζε σε ένα γενικόλογο προφίλ του FBΙ και ότι είχε ανακαλύψει τον βομβιστικό μηχανισμό. Οι αρχές τον συνέκριναν με εγκληματίες σε παρόμοιες, πρόσφατες περιπτώσεις και όταν  έμαθαν ότι ο Τζούελ είχε κάνει μερικά λάθη στις προηγούμενες δουλειές του και τον κατέκριναν για αυτό.

«Όλοι ήθελαν να λύσουν αυτή την υπόθεση και υπήρχε ανταγωνισμός ανάμεσα στις διαφορετικές αρχές» επισημαίνει ο Ίστγουντ. «Είχαν προηγηθεί κάποιες αποτυχίες και το δίλημμα ήταν αν δεν έβρισκαν κάποιον να λύσει άμεσα την υπόθεση θα κατέρρεαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες και οι προετοιμασίες που κόστισαν εκατομμύρια δολάρια θα πήγαιναν χαμένες».

Από τη στιγμή που ο Τζούελ θεωρήθηκε ύποπτος, υπέστη δημόσιο εξευτελισμό και όπως δείχνει η ιστορία, ποτέ δεν αποκαταστάθηκε, παρόλο που αθωώθηκε μετά από 88 εξουθενωτικές μέρες και που κάποιος άλλος, τελικά, ομολόγησε το έγκλημα.

Για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, ο δημιουργός επέλεξε τον Σαμ Ρόκγουελ στον ρόλο του δικηγόρου, την Κάθι Μπέιτς στον ρόλο της μητέρας του Ρίτσαρντ, τον Τζον Χαμ στον ρόλο του επικεφαλής ανακριτή του FBI, την Ολίβια Γουάιλντ στον ρόλο της ρεπόρτερ και τον Πολ Γουόλτερ Χάουζερ στον ρόλο του Ρίτσαρντ Τζούελ.

 

Τα πρόσωπα του δράματος

Στην ταινία, η στιγμή που ο Ρίτσαρντ στιγματίζεται ως ύποπτος για τη βομβιστική απόπειρα τα μέσα ενημέρωσης και το κοινό παρασύρονται, χωρίς να έχουν βάσιμες αποδείξεις εναντίον του. Κι ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι θα έσπευδαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, ο Ρίτσαρντ, σίγουρος για την αθωότητα του και κυρίως πιστός στο νομικό σύστημα, αφήνεται στις κατηγορίες.

Ο Πολ Γουόλτερ Χάουζερ, που υποδύεται τον ομώνυμο ρόλο δηλώνει: «Ο Ρίτσαρντ θέλει να γίνει αστυνομικός και δουλεύει ως φύλακας. Όμως, δεν τον σέβονται όπως θα ήθελε, όπως ο ίδιος σέβεται την εξουσία. Αυτή η στιγμή, όταν σώζει τις ζωές εκατοντάδων ανθρώπων, είναι μια στιγμή δόξας. Πιστεύει ότι επιτέλους θα κερδίσει τον σεβασμό, παρόλο που παραμένει αφανής. Αλλά από ειρωνεία της τύχης, τον βάζουν στην κρεμάλα. Τα πράγματα χειροτερεύουν γρήγορα, γιατί αρνείται να πιστέψει ότι η αστυνομία και το FBI δεν θα τον αθωώσουν, απλώς γιατί ξέρει ότι δεν είναι ένοχος.

«Μου άρεσε που το σενάριο έδειξε τα μέσα και τα έξω μιας ανάκρισης, τον ασυνείδητο τρόπο με τον οποίο τον χειρίστηκαν, την πορεία ενός ανθρώπου που είδε τη ζωή του να ανατρέπεται, αν όχι να καταστρέφεται» λέει ο Χάουζερ.

Ο Χάουζερ δούλεψε σκληρά για να αιχμαλωτίσει τους μανιερισμούς και την ομιλία του Τζούελ, θέλοντας να αποδώσει δικαιοσύνη στον άνθρωπο και τους οικείους του. «Οι δημιουργοί μου έδωσαν αρχειακό υλικό να δω. Είναι τιμή μου να υποδύομαι κάποιον σαν τον Ρίτσαρντ, αλλά δεν ήθελα να κάνω μία μίμηση, ήθελα να αποδώσω την αύρα του. Προσπάθησα να αιχμαλωτίσω τη φωνή του, το χαρακτηριστικό του αγαθού γίγαντα και το γεγονός ότι ήταν σαν ένας πρόσκοπος που πιστεύει στο σύστημα. Είχε καλές προθέσεις -είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι υπάρχει κάποιος σαν αυτόν».

«Πάντα ήθελα να συνεργαστώ με τον Κλιντ Ίστγουντ και τώρα πια καταλαβαίνω γιατί τον αγαπούν οι ηθοποιοί. Είναι γοητευτικός, έξυπνος και ξέρει τι ταινία κάνει. Έχει όραμα, σίγουρα. Είναι το αφεντικό. Αλλά την ίδια στιγμή αφήνει λάσκα τα λουριά, θέλει να ερμηνεύσεις τον χαρακτήρα. Και σε εμπιστεύεται πραγματικά».

Ο Ίστγουντ επισημαίνει: «Ο Πολ γεννήθηκε για να παίξει αυτόν τον ρόλο. Είναι ένας καταπληκτικός ηθοποιός. Παρουσίασε τον Ρίτσαρντ σαν ένα αφελή, δουλευταρά τύπο, όπως δηλαδή ήταν».

Όταν ο Ρίτσαρντ ανακάλυψε ότι χρειάζεται νομική υποστήριξη, απευθύνεται στον μοναδικό δικηγόρο που ξέρει, τον ανεξάρτητο, αντισυμβατικό δικηγόρο Γουότσον Μπράιαντ, τον οποίο ενσαρκώνει ο διακεκριμένος ηθοποιός Σαμ Ρόκγουελ. «Ο Κλιντ Ίστγουντ ήταν ο νούμερο ένας λόγος που ήθελα να πάρω τον ρόλο. Μετά άκουσα ότι ο Πολ Χάουζερ θα έπαιζε τον Ρίτσαρντ και ενθουσιάστηκα, γιατί ήξερα ότι ήταν ο σωστός τύπος. Μου άρεσε πολύ ο ρόλος του Γουότσον Μπράιαντ. Ήταν κάτι διαφορετικό για μένα, ένας πολύ ενδιαφέρων χαρακτήρας και ένας έξυπνος άνθρωπος. Το σενάριο ήταν καταπληκτικό».

Ο Ρόκγουελ ενδιαφέρθηκε πολύ για τον χαρακτήρα και για τη σχέση του με τον Ρίτσαρντ. «Ο Γουότσον είναι το σωστό ταίρι για τον Ρίτσαρντ ως δικηγόρος γιατί είναι μια πατρική φιγούρα ή το αρχέτυπο ενός μεγαλύτερου αδελφού. Υπάρχει μια φιλία και μία σχέση μέντορα μεταξύ τους. Αυτή η σχέση είναι στην καρδιά της ταινίας, με κάποιον τρόπο».

Ο Μπράιαντ, που είναι ακόμα ζωντανός και παραμένει φίλος της μητέρας του Τζούελ, «δεν ήταν ο κλασικός τύπος. Πέρασα μαζί του επτά ώρες και τον ρώτησα πολλά. Με βοήθησε να χτίσω τον χαρακτήρα» λέει ο Ρόκγουελ.

Ο Ρόκγουελ πέρασε χρόνο και με τον Χάουζερ, προετοιμάζοντας την ταινία. «Ο Πολ κι εγώ πήγαμε μαζί στη Νέα Υόρκη δέκα μέρες πριν το γύρισμα. Περάσαμε τρεις μέρες αχώριστοι και διαβάζαμε το σενάριο δυνατά. Καθίσαμε με τον σεναριογράφο, τον Μπίλι Ρέι, και μιλήσαμε για την ιστορία. Μας βοήθησε πολύ γιατί δεθήκαμε, κάτι που νομίζω ότι θα νιώσετε στην ταινία».

Όπως και ο Χάουζερ, έτσι και ο Ρόκγουελ εκτίμησε την ευκαιρία να δουλέψει με τον Ίστγουντ. «Όποτε έχουμε να κάνουμε με έναν σκηνοθέτη-ηθοποιό, ξέρουμε ότι μας νοιάζεται γιατί καταλαβαίνει πώς είναι να είσαι μπροστά στην κάμερα. Ο Κλιντ είναι ένας απίστευτα υποστηρικτικός σκηνοθέτης ηθοποιών και σε αφήνει να παίξεις. Θαυμάζω το ενδιαφέρον του να λέει ιστορίες για την αδικία και για τους ανθρώπους που είναι υποτιμημένοι και τελικά στέκονται στο ύψος των περιστάσεων, όπως ο Ρίτσαρντ Τζούελ».

«Πάντα θαύμαζα τον Σαμ» λέει ο Ίστγουντ. «Ο τρόπος που εξελίσσει τους χαρακτήρες και τους κάνει πολύ προσωπικούς. Πίστεψα ότι θα ήταν πολύ καλός για τον ρόλο του Γουότσον και ήταν».

Όσο για τη βετεράνο ηθοποιό Κάθι Μπέιτς, που υποδύεται την Μπίλι Τζούελ, ο Χάουζερ λέει:  «Όταν διάβασα το σενάριο, η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι αυτή είναι η Κάθι Μπέιτς. Το είπα πριν να μάθω ότι θα την υποδυόταν. Ήταν τέλειο».

Η Κάθι Μπέιτς πήρε τον ρόλο της Μπόμπι, της μητέρας του Ρίτσαρντ, και χάρηκε ιδιαίτερα που θα δούλευε στο πλάι του Χάουζερ. «Είδα τον Πολ Γουόλτερ Χάουζερ στο I Tonya και σκέφτηκα ότι είναι φανταστικός. Είναι νέος, είναι απολαυστικός. Σε αυτήν την ταινία, τον ερωτεύτηκα. Είναι ένας καλός άνθρωπος, οπότε ήταν εύκολο να παίξω τη μαμά του».

Παρά τη μακρόχρονη και αξιοσέβαστη καριέρα της, αυτή η ταινία σηματοδοτεί την πρώτη συνεργασία της Μπέιτς με τον Ίστγουντ. «Πρέπει να ομολογήσω ότι με τράβηξε ιδιαίτερα το γεγονός ότι δούλευα με τον Κλιντ». Η ηθοποιός αποκαλύπτει ότι το πρώτο πράγμα που ρώτησε τον σκηνοθέτη ήταν γιατί θέλει να κάνει αυτή την ταινία. «Το πρώτο πράγμα που μου είπε ήταν ότι είναι μια ταινία που θα ήθελε να δει ο ίδιος. Είπε ότι ήταν τραγικό που ένας άνθρωπος πέρασε τόσο άσχημα εξαιτίας του FBI. Ήξερα για το περιστατικό, αλλά δεν ήξερα πόσο καταρρακώθηκε ο Ρίτσαρντ Τζούελ και η μητέρα του. Το να διαβάζεις λεπτομέρειες στο σενάριο ήταν πραγματικά τρομαχτικό».

Όπως ο Ρόκγουελ και ο Μπράιαντ έτσι και η Μπέιτς ήταν τυχερή που συνάντησε την πραγματική Μπόμπι Τζούελ. «Όταν μίλησα με την Μπόμπι, μου είπε ότι αυτό που συνέβη στον Ρίτσαρντ συνετέλεσε στον πρώιμο θάνατο του. Θα μπορούσε να συμβεί σε όλους μας. Ξέρεις, έχουμε αυτόν τον τύπο που, όλη του τη ζωή, ήθελε να είναι αστυνομικός και να βοηθάει τους άλλους. Το ήθελε τόσο, που οι άλλοι γύρω του νομίζανε ότι είναι παράξενο, το αντέστρεψαν και το έκαναν να φαίνεται σαν κάτι κακό, ότι δηλαδή είχε όλα τα σημάδια ενός τύπου που είχε προφίλ του σίριαλ κίλερ».

Οι συναντήσεις ανάμεσα στους ηθοποιούς και τα πραγματικά άτομα ήταν σημαντικές και για τον Ίστγουντ. «Εν μέρει ήταν για να βοηθήσουμε τον Σαμ και την Κάθι να μάθουν καλύτερα ποιον παίζουν». Ο Ίστγουντ λέει: «Αλλά και για να εξασφαλίσουμε ότι ήταν χαρούμενοι με αυτό που κάναμε, για το καλό τους και το καλό του Ρίτσαρντ και να έχουμε τη γνώμη τους».

«Η συνάντηση με την Μπόμπι Τζούελ ήταν ακόμα πιο επιβλητική από τη συνάντηση με τον Κλιντ Ίστγουντ, γιατί είναι η μητέρα του πρωταγωνιστή και θα μπορούσε να μην με εγκρίνει» λέει ο Χάουζερ. «Ήταν όμως δεχτική. Αυτό ήταν για μένα η μόνη επικύρωση που χρειαζόμουν, ότι η μητέρα του Ρίτσαρντ ήταν χαρούμενη που έπαιζα τον γιο της».

Ο Γουότσον Μπράιαντ έχει μόνο τα καλύτερα να πει για την ερμηνεία του Χάουζερ. «Ο Ρίτσαρντ ήταν ένας κανονικός άνθρωπος που ήθελε να είναι αστυνομικός. Ούτε Βρώμικος Χάρι ούτε καν ντετέκτιβ ανθρωποκτονιών. Ήταν ένας αξιοπρεπής άνθρωπος και σίγουρα όχι το είδος του ανθρώπου που θα έβαζε μία βόμβα σε ένα πάρκο. Και ο Πολ είναι καταπληκτικός. Έχει συλλάβει την προσωπικότητα του Ρίτσαρντ πολύ καλά, όταν τον βλέπω, μοιάζει πολύ στον Ρίτσαρντ».

«Αυτός και ο Σαμ είναι εκπληκτικοί» συνεχίζει ο Μπράιαντ. «Η ιδέα ότι έχουμε αυτούς τους δύο επαγγελματίες, μαζί με τον αγαπημένο μου, τον Κλιντ Ίστγουντ, να κάνουν αυτή την ταινία, είναι απίθανο. Από τη μία, είναι δύσκολο να το ξαναζεί κανείς, από την άλλη, αυτό που θέλω από τον Ρίτσαρντ και αυτό που του αξίζει είναι να τον θυμούνται σαν ήρωα. Δεν θα μπορούσα να ζητήσω κάτι άλλο».

Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης από το FBI, o Μπράιαντ παλεύει να κρατήσει τον πελάτη του από το να βοηθήσει να συγκεντρώσουν στοιχεία εναντίον του. Ο Ρίτσαρντ λέει στον Μπράιαντ ότι έτρεφε μεγάλο σεβασμό στην εξουσία και ο Μπράιαντ του εξήγησε ότι οι αρχές θέλουν να τον φάνε ζωντανό».

Ο Τζον Χαμ ενσαρκώνει τον πράκτορα Τομ Σο του FBI, όχι έναν αληθινό πράκτορα, αλλά ένα επινοημένο μείγμα πρακτόρων που δημιουργήθηκαν από τον σεναριογράφο για να δείξει πόσο επίμονα λειτούργησαν ασκώντας πίεση στον ανακρινόμενο. «Αυτό που με ενθουσίασε στην ιστορία» εξηγεί ο Χαμ, «είναι ότι όταν αυτά τα συμβάντα έλαβαν χώρα, οι 24ωρες ειδήσεις ήταν καινούριο φαινόμενο και η ιδέα ότι κάποιος έσπευδε να έχει την αποκλειστικότητα ήταν επίσης κάτι καινούριο».

Παρόλο που παίζει έναν χαρακτήρα που είναι πολύ σίγουρος για τις λάθος υποθέσεις του, ο Χαμ λέει: «Ξέρω πολλούς ανθρώπους στην υπηρεσία του νόμου και συχνά προσπαθούν να περιοριστούν σε έναν μικρό αριθμό υπόπτων, υπό την πίεση του κοινού και του Τύπου. Η πληροφορία κυκλοφορεί γρήγορα και σε αυτή την περίπτωση υπήρχαν πολλά έμμεσα στοιχεία που τους οδήγησαν σε συμπεράσματα. Δεν ήταν απαραίτητα κακή δουλειά από μέρους της αστυνομίας, ήταν ημιτελής».

«Ο χαρακτήρας που παίζω, ο Σο, είχε τους πάντες να τον πιέζουν ασφυκτικά και τους ανώτερους του να του λένε ότι έπρεπε να βρει μια άκρη λόγω τον Ολυμπιακών Αγώνων» συνεχίζει ο Χαμ. «Όλα συνέβησαν στη βάρδια του, όλη αυτή η εξωτερική πίεση και ο χρόνος που τελείωνε με όλους να ρωτάνε ποιος είναι ο ένοχος. Οπότε, όταν αυτός ο τύπος καλύπτει τα περισσότερα κουτάκια του FBI,  o Σο καταλαβαίνει ότι αυτός είναι ο ένοχος, ενώ αυτό που πραγματικά εννοούσε ήταν ότι αυτός είναι ο πιο πιθανός ένοχος».

Παρά τις προσπάθειες του FBI και ειδικά του Σο να βρεθούν χειροπιαστές αποδείξεις σε βάρος του Ρίτσαρντ, τελικά μένουν με άδεια χέρια όταν ο Μπράιαντ πείθει τον Ρίτσαρντ να μη τους βοηθάει αλλά να προστατεύσει τον εαυτό του. Παρόλο που ποτέ δεν άσκησαν δίωξη σε βάρος του, ο Χαμ επιβεβαιώνει ότι «ο Ρίτσαρντ θεωρούνταν ένοχος από την κοινή γνώμη ούτως ή άλλως».

Στην ταινία, βλέπουμε ότι η δημόσια κατακραυγή οφείλονταν, τουλάχιστον εν μέρει, στο γεγονός ότι ο Σο μοιραζόταν πληροφορίες με τη ρεπόρτερ Κάθι Σκραγκς. Η Σκραγκς, ένας χαρακτήρας που βασίζεται στην πραγματική δημοσιογράφο που δημοσίευσε την αποκλειστική είδηση, είναι διψασμένη για πρωτοσέλιδο. Όταν μαθαίνει ότι ο Τζούελ ταιριάζει με το προφίλ του μοναχικού βομβιστή, ενός απεγνωσμένου τύπου που θέλει να είναι αστυνομικός και ήρωας, αρπάζει την ευκαιρία να δημοσιεύσει άρθρο.

Η Ολίβια Γουάιλντ ενσαρκώνει τη Σκραγκς. «Με συνεπήρε η ιστορία του πόσο γρήγορα μία κοινωνία έβγαλε συμπεράσματα και πώς κάνουμε υποθέσεις για ανθρώπους όταν είμαστε απεγνωσμένοι για απαντήσεις. Όταν συμβαίνει κάτι ασύλληπτο, όπως αυτή η βομβιστική επίθεση, εμείς σαν άνθρωποι ψάχνουμε την πιο πιθανή πρώτη απάντηση. Αυτό δεν είναι καλό, ειδικά όταν μιλάμε για το νομικό σύστημα».

Η Γουάιλντ ήθελε πολύ να πάρει τον ρόλο εν μέρει γιατί, όπως λέει, «είμαι παιδί δημοσιογράφων. Οι παππούδες μου, οι γονείς μου, οι θείες, οι θείοι, τα ξαδέρφια μου…». Για να υποδυθεί τον ρόλο μιας γυναίκας που όπως λέει η Γουάιλντ είναι «απίστευτα δυναμική και γεμάτη αποχρώσεις, θρασύς, ευφυής και ατρόμητη» η ηθοποιός εμπνεύστηκε από την υποχρέωση «μιας δημοσιογράφου που νιώθει ότι το κοινό έχει το δικαίωμα να ξέρει και ότι είναι δικαίωμα της να κάνει ρεπορτάζ για μία έρευνα βασισμένη σε στοιχεία που της φαίνονται επαρκή».

Παρόλο που ο Χαμ και η Γουάιλντ παίζουν, όπως λέει ο Χάουζερ, «τους αντίπαλους μου στην οθόνη», ο ηθοποιός υποστηρίζει ότι «η συνεργασία με την Ολίβια και τον Τζον είναι ό,τι καλύτερο. Είναι και οι δύο τόσο καλοί σε αυτό που κάνουν και είναι δοτικοί ηθοποιοί. Δεν έχουν εγωισμό. Είναι σαν ένας καλός αδελφός και μία καλή αδελφή για μένα».

Το απόσταγμα

Ο Κλιντ Ίστγουντ σκοπεύει να αποκαλύψει την αλήθεια ενός ανθρώπου, που μετά από 88 αγωνιώδεις μέρες -χωρίς να έχει φυλακιστεί- καταλαβαίνει τι σημαίνει να θεωρείσαι ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου.

Μία από τις κινητήριες δυνάμεις για να μεταφερθεί η ιστορία του Ρίτσαρντ Τζούελ στην οθόνη ήταν η μητέρα του, η Μπόμπι Τζούελ, που πέρασε αυτές τις 88 μέρες στο πλευρό του. Η μητέρα του ήθελε να ειπωθεί αυτή η ιστορία, να αποκατασταθεί το όνομα του, να θυμάται ο κόσμος τον ηρωισμό του. Όταν έμαθε ότι ο Ίστγουντ θα αναλάμβανε τη σκηνοθεσία και ότι ο Χάουζερ θα ενσάρκωνε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ένιωσε ότι ο Ρίτσαρντ ήταν σε καλά χέρια μπροστά και πίσω από την κάμερα. Το όνειρο της ήταν πλέον πραγματικότητα.

«Πιστεύω ότι αυτή ιστορία είναι σημαντική γιατί ζούμε σε μία κοινωνία που οι άνθρωποι παίζουν τον ρόλο του δικαστή και του εκτελεστή πριν να γίνουν γνωστά όλα τα γεγονότα. Ο Ρίτσαρντ καταδικάστηκε από τα μέσα ενημέρωσης και εξαιτίας αυτού όλη η σκληρή δουλειά που έκανε στη ζωή του, δεν τον δικαίωσε. Είναι κάτι που μπορεί να συμβεί στον καθένα. Ελπίζω ότι αυτή η ταινία θα κάνει τους ανθρώπους προσεχτικούς πριν αρχίσουν σχηματίσουν μια εικόνα για κάποιον, χωρίς να ξέρουν. Ελπίζω η ταινία να αποκαταστήσει την ανθρώπινη διάσταση του Ρίτσαρντ και τις καλές τους πράξεις» λέει ο Χάουζερ.

«Μόνο μία δόση παραπληροφόρησης αρκεί να κάνει τη ζωή κάποιου εφιαλτική και όταν η αλήθεια αποκαλύπτεται, κανείς δεν θέλει να την αντιμετωπίσει. Αυτό είναι ντροπή» λέει ο Ίστγουντ. «Γιατί ποτέ δεν είναι αργά να τιμήσουμε τους ήρωες μας και αν αυτή η ταινία δίνει στον Ρίτσαρντ την αναγνώριση που αξίζει, θεωρώ ότι έχει έρθει αυτή η ώρα».




Leave a comment