Ο ναύτης Γιόργκεν επιστρέφει στο σπίτι του στη Δανία για μία νύχτα και προσπαθεί να αναζητήσει τη χαμένη του αγάπη που εγκατέλειψε πολλά χρόνια πριν. Καθώς οι ώρες περνούν, ο Γιόργκεν συνειδητοποιεί ότι έχουν αλλάξει πολλά πράγματα από την τελευταία φορά που βρέθηκε στη χώρα του και αρχίζει να ανακαλύπτει από την αρχή τον εαυτό του και τη γυναίκα που αγαπούσε.

Η ταινία είναι προφανώς εμπνευσμένη από την ποίηση του Νίκου Καββαδία και ειδικότερα από το Μαραμπού. Είναι εξ ολοκλήρου γυρισμένη στη Δανία και η ομιχλώδης, υγρή ατμόσφαιρα των λιμανιών της Δανίας είναι διάχυτη σε κάθε της πλάνο. Αυτό κάνει τη φωτογραφία της ιδιαίτερα ατμοσφαιρική και υπερτονίζει τη μοναξιά και την υπαρξιακή αναζήτηση του πρωταγωνιστή της.

Δείτε την ταινία και μετά διαβάστε το ποίημα “Μαραμπού” του Νίκου Καββαδία

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ’ ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ’ αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό,
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ,
που είν’ όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το ’μαθε ποτέ, γιατί δεν το ’πα σε κανένα.

Μ’ απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω σε χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μού εγίνη.

Ήμουνα τότε δόκιμος σ’ ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα —σαν άνθος έμοιαζε αλπικό—
και μια στενή μάς έδεσεν αδελφική φιλία.

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού ’χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τηνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ’ τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

Ένα μικρό τής πέρασα σταυρόν απ’ το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ’ αυτήν που θα ’φευγε, την πόλη.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μες στην καρδιά της Άμμου.

Νομίζω πως θε να ’πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

Θα προχωρήσω!.. Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ’ άρπαξ’ απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ’ τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές
«μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της».

Όταν την είδα και στο φως τ’ αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ’ ένα δέος αλλόκοτο, σαν να ’χα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά… Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου… Μ’ απόμεινα κι εγώ
έναν σταυρόν απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό.
Μ’ αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ’ είχαν συχωρέσει…

Το χέρι τρέμει… Ο πυρετός… Ξεχάστηκα πολύ,
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία τού μοιάζω…

Σκηνοθεσία Γαβριήλ Τζάφκας

Σενάριο Μόρτεν Πάπε και Γαβριήλ Τζάφκας

Διεύθυνση Φωτογραφίας Γιόνας Μπερλίν

Μοντάζ Λαρς Σίγκσγκααρντ Μπεργκ

Σκηνικά Τζοζεφίν Λάρσεν

Κοστούμια Καμίλα Νόρντμπεργκ

Ηχος Σάιμον Οξχολμ

Μουσική Αντον Μπαϊμπάκοφ

Sound Design & Mixing Χάμιντ Χαγκ και Ρούνε Κρίστιανσεν

Βοηθοί Σκηνοθέτη Βες Μέλερ Ράσμουσεν Εμα Κλαούντια Σέντεργκααρντ Σέσιλι ΜακΝέρ

Διεύθυνση Παραγωγής Σέσιλι Μπόργκμαν

Grip Ρούνε Γουέντελ – Χάινεν

Μακιγιάζ Μαλέν Ιμέρκερ

Color Grading – VFX Μίκαελ Ράιντερ

Παραγωγός Μαρία Μέλερ Κζέντγκααρντ

Παραγωγή Manna Film, Filmworkshop

Danish Film Institute Super16, Nordisk Film

Πρωταγωνιστούν Αντερς Μόσλινγκ, Νουκάκα Κόστερ – Γουαλντάου, Κλάους Φλιγκάρε, Νικολάι Ντένκερ Σμιντ, Σάρα Πάις




Leave a comment